-
1 ειδοποιός
-
2 εἰδοποιός
-
3 ειδοποιος
-
4 ειδοποιός
ός, όν:ειδοποιός διαφορά — филос, видовой признак, видовое понятие
-
5 εἰδοποιός
εἰδοποι-ός, όν,II creating forms, Procl.Inst. 157, Dam.Pr. 310: c. gen., creating a form or pattern, ἀριθμός.. δικαιοσύνης εἰ. Theol.Ar.28, cf. 10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδοποιός
-
6 εἰδοποιός
εἰδο-ποιός, eine Spezies machend, spezifisch -
7 ειδοποιώ
εἰδοποιέωendue with form: pres subj act 1st sg (attic epic doric)εἰδοποιέωendue with form: pres ind act 1st sg (attic epic doric)εἰδοποιόςconstituting a species: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————εἰδοποιόςconstituting a species: masc /fem /neut dat sg -
8 ειδοποιόν
εἰδοποιόςconstituting a species: masc /fem acc sgεἰδοποιόςconstituting a species: neut nom /voc /acc sg -
9 εἰδοποιόν
εἰδοποιόςconstituting a species: masc /fem acc sgεἰδοποιόςconstituting a species: neut nom /voc /acc sg -
10 διαφορα
ἥ1) различие, разница(τινος πρός τινα и πρός τι Arst., Plut.)
2) различие, неравенство3) видовое отличие, видовой признак(δ. εἰδοποιός Arst.)
4) вид, разновидность(αἱ διαφοραὴ καὴ τὰ γένη Arst.; ἰδέαι καὴ διαφοραί Plut.)
5) превосходство, преимущество6) разногласие, разлад, раздор, спор(πρός τινα Plat., Plut., τινι Eur. и τινι καί τινι Plat.)
τὰς διαφορὰς παντὴ μᾶλλον ἢ μάχῃσι καταλαμβάνειν Her. — улаживать спор любыми средствами, но не сражениями -
11 различие
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > различие
-
12 видовой
видов||о́йприл1. биол., филос. τοῦ είδους, εἰδολογικός:\видовойое различие ἡ εἰδολογική διαφορά, ἡ είδοποιός διαφορά·2. грам. τής μορφής· ◊ \видовой фильм τό τοπιογραφικό φίλμ, ἡ τοπιογραφική ταινία. -
13 ειδοποιοίς
εἰδοποιέωendue with form: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)εἰδοποιόςconstituting a species: masc /fem /neut dat pl -
14 εἰδοποιοῖς
εἰδοποιέωendue with form: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)εἰδοποιόςconstituting a species: masc /fem /neut dat pl -
15 ειδοποιού
εἰδοποιέωendue with form: pres imperat mp 2nd sg (attic)εἰδοποιέωendue with form: imperf ind mp 2nd sg (attic)εἰδοποιόςconstituting a species: masc /fem /neut gen sg -
16 εἰδοποιοῦ
εἰδοποιέωendue with form: pres imperat mp 2nd sg (attic)εἰδοποιέωendue with form: imperf ind mp 2nd sg (attic)εἰδοποιόςconstituting a species: masc /fem /neut gen sg -
17 ειδοποιοί
-
18 εἰδοποιοί
-
19 ειδοποιούς
-
20 εἰδοποιούς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εἰδοποιός — constituting a species masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειδοποιός — ό (Α εἰδοποιός, όν) 1. αυτός που δημιουργεί νέο είδος ή μορφή 2. φρ. «ειδοποιός διαφορά» το γνώρισμα που χρησιμεύει ως βάση για τη μόρφωση τής έννοιας τού είδους και το οποίο δεν απαντά σε άλλο είδος τού ίδιου γένους αρχ. αυτός που χαρακτηρίζει… … Dictionary of Greek
ειδοποιός, -ός, -ό — 1. που χαρακτηρίζει το είδος. 2. (λογ.) ειδοποιός διαφορά, το χαρακτηριστικό γνώρισμα με το οποίο μια έννοια (είδος) διακρίνεται από την έννοια του γένους όπου υπάγεται: Η ροδακινιά είναι δέντρο οπωροφόρο (το γνώρισμα «οπωροφόρο» είναι η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰδοποιόν — εἰδοποιός constituting a species masc/fem acc sg εἰδοποιός constituting a species neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδοποιοί — εἰδοποιός constituting a species masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδοποιούς — εἰδοποιός constituting a species masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδοποιά — εἰδοποιός constituting a species neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδοποιῷ — εἰδοποιός constituting a species masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
αναμορφωτής — ο (Α ἀναμορφωτής) (Ν θηλ. ώτρια) αυτός που επιφέρει αναμόρφωση*, που αναμορφώνει αρχ. κατά τον Ησύχιο «ειδοποιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον γιατρό και φιλόλογο Περ. Βέγια] … Dictionary of Greek
διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… … Dictionary of Greek