Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἰδογράφος

См. также в других словарях:

  • εἰδογράφος — classifier of literary forms masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Apolonio Eidógrafo — Saltar a navegación, búsqueda Apolonio Eidographos (ειδογράφος griego, también llamado Apolonio de Alejandría) (... 175 a. C.) fue un gramático griego. Es el quinto bibliotecario de la Biblioteca de Alejandría. Ocupó ese papel a partir… …   Wikipedia Español

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»