Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

εἰδικῶς

См. также в других словарях:

  • εἰδικῶς — εἰδικός specific adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VIRTUS — apud Roman. pro Dea colebatur; quorum primus ei fanum posuit Scipio Numantinus: deinde ei aedem vovit in Callia, ad Clastidium M. Marcellus primô suô Consulatu, quam etiam eius fil. ad portam Capenam 17. annis postea dedicavit. Liv. l. 27. c. 25 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • αξονομετρία — Μέθοδος παράστασης στερεών σχημάτων πάνω σε επίπεδο (προβολικό). Ονομάζεται και παράλληλη προβολή, διότι συνίσταται στην προβολή του αντικειμένου στο προβολικό επίπεδοπαράλληλα με ορισμένη διεύθυνση. Εδώ, το κέντρο προβολής, που κατά την κεντρική …   Dictionary of Greek

  • επίφθεγμα — το (Α ἐπίφθεγμα) [επιφθέγγομαι] νεοελλ. ειδικώς οι επιφωνηματικές εκφράσεις με τις οποίες ο άνθρωπος οδηγεί τα ζώα ή τά προσκαλεί κοντά του, π.χ. ψι ψι ψι, ντε ντε κ.λπ. αρχ. 1. επωδός, τσάκισμα («παιωνικὸν ἐπίφθεγμα», Αθήν.) 2. ό,τι λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • ευανάγωγος — η, ο (ΑΜ εὐανάγωγος, ον) αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να αναγάγει, να βγάλει έξω, ειδικώς να αποχρέμψει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αν αγωγος (< αν άγω), πρβλ. δυσ ανάγωγος (≠ τού αν άγωγος < α στερητικό + ν ευφωνικό + αγωγή)] …   Dictionary of Greek

  • εφόδιο — το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια) 1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι 2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη… …   Dictionary of Greek

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • καταπορθμίας — καταπορθμίας, ὁ (Α) ανατολικός άνεμος που πνέει από τον πορθμό και ειδικώς από τον πορθμό τής σικελικής Μεσσήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ πορθμόν και σχηματισμένο κατά τα ονόματα ανέμων εις ιας (πρβλ. ολυμπ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»