Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εύρωστο

  • 1 σώμα

    τό
    1) тело; туловище; корпус (тж. машины);

    ανθρώπινο σώμα — человеческое тело;

    σώμα πυραύλου — корпус ракеты;

    σώμα μηχανής — корпус машины;

    2) корпус (совокупность лиц); часть; служба;

    σώμα στρατού — армейский корпус;

    διπλωματικό σώμα — дипломатический корпус;

    πυροσβεστικό σώμα — пожарная команда;

    σώμα αξιωματικών — офицерский корпус;

    κύριον σώμα — главные силы;

    τεχνικόν (φαρμακευτικόν) σώμα — техническая (фармацевтическая) служба;

    3) телосложение;

    εύρωστο σώμα — крепкое телосложение;

    4) экземпляр (книги);
    5) физ. тело; ουράνια σώματα небесные тела;

    αλλότριο σώμα — инородное тело;

    § σώμα προς σώμα — врукопашную;

    ψυχή τε και σώματι душой и телом;

    σώμα του εγκλήματος юр. — состав преступления;

    εν σώματι в полном составе

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σώμα

См. также в других словарях:

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …   Dictionary of Greek

  • γυπάετος — (gypaetus).Γένος πτηνών του αθροίσματος των αρπακτικών, της οικογένειας των ιερακοειδών ή ιερακιδών. Τα πουλιά αυτά έχουν εύρωστο σώμα, ισχυρό και αγκιστροειδές στην άκρη του ράμφος και μακριές φτερούγες. Στο γένος αυτό ανήκει μόνο ένα είδος, ο γ …   Dictionary of Greek

  • ευπαιδία — εὐπαιδία και σε παπ. εὐπαιδεία, ἡ (Α) [εύπαις] 1. το να έχει κανείς καλά παιδιά, η ευτεκνία 2. φρ. «εὐπαιδίας ἀγών» ο αγώνας που τελούσαν στην Αθήνα την τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων και κατά τον οποίο βραβευόταν η μητέρα που είχε γεννήσει… …   Dictionary of Greek

  • ευσώματος — η, ο (Α εὐσώματος, ον) αυτός που έχει υγιές, εύρωστο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώματος (< σώμα), πρβλ. απαλο σώματος, ηδυ σώματος, τρι σώματος] …   Dictionary of Greek

  • θεριακώνω — [θεριακός] 1. (ιδίως για φυτά) γίνομαι υπερφυσικά μεγάλος, γίνομαι γιγάντιος («θεριάκωσε ο λόγγος») 2. γίνομαι άγριος και ορμητικός («θεριάκωσε η ξεροποταμιά κι όλα τά συνεπαίρνει») 3. αποκτώ ισχυρά οικονομικά ή πολιτικά μέσα 4. (για επιχειρήσεις …   Dictionary of Greek

  • μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ …   Dictionary of Greek

  • παίδαρος — ο [παιδί] 1. μεγαλόσωμο και εύρωστο μωρό 2. παιδί που παρουσιάζει πρόωρη ανάπτυξη 3. μτφ. όμορφος και γεροδεμένος άνδρας, λεβέντης 4. (κατ επέκτ.) όμορφη γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • παχυκέφαλος — (pachycephalus). Γένος ωδικών πουλιών της οικογένειας των λανιδών, που αριθμεί διάφορα είδη με εύρωστο σώμα και μακριά ουρά. Το πιο γνωστό είναι ο π. ο λευκόλαιμος, που ζει στη Μαλαισία και στην Ωκεανία. Το ράμφος του έχει σκληρές τρίχες στη βάση …   Dictionary of Greek

  • πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… …   Dictionary of Greek

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»