Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εύκρατος

  • 1 умеренный

    умеренный 1) полит, μετριοπαθής 2) (о климате) εύκρατος
    * * *
    1) полит. μετριοπαθής
    2) ( о климате) εύκρατος

    Русско-греческий словарь > умеренный

  • 2 умеренный

    умеренн||ый
    прил
    1. μετριοπαθής, μέτριος/ ἐγκρατής, λιτοδίαιτος, ὁλιγαρκής (скромный, непритязательный):
    \умеренныйый аппетит ἡ μέτρια, ὅρεξη· \умеренныйая жизнь ὁ ἐγκρατής βίος· \умеренныйые цены οἱ λογικές τιμές·
    2. (о климате) εὐκρατος:
    \умеренныйый ветер ἄνεμος μέτριος·
    3. полит μετριοπαθής.

    Русско-новогреческий словарь > умеренный

  • 3 умеренный

    επ. από μτχ.
    1. μέτριος, μέσος•

    умеренный аппетит μέτρια όρεξη•

    -ая скорость μέση ταχύτητα•

    умеренный жар μέτρια ζέστη•

    умеренный мороз μέτριο ψύχος.

    || ήπιος, μαλακός• εύκρατος•

    ветер μέτριος άνεμος•

    умеренный климат ήπιο κλίμα.

    || λογικός•

    -ая цена λογική τιμή•

    -ые требования λογικές απαιτήσεις.

    2. λιτός, απέριττος•

    -ая жизнь λιτή ζωή.

    3. μετριοπαθής, μετριόφρονας•

    -ая политика μετριοπαθής πολιτική•

    -ые взгляды μετριοπαθείς απόψεις•

    умеренный консерватор μετριοπαθής συντηρητικός•

    умеренный либерал μετριοπαθής φιλελεύθερος.

    Большой русско-греческий словарь > умеренный

См. также в других словарях:

  • εύκρατος — η, ο (ΑΜ εὔκρατος, ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, ον) αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό β. «οι εύκρατες ζώνες τής γης» οι ζώνες που περιλαμβάνονται… …   Dictionary of Greek

  • εὔκρατος — εὔκρᾱτος , εὔκρατος well tempered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκρατος — η, ο για κλίμα, μέτριος, ούτε πολύ θερμός ούτε πολύ ψυχρός: Εύκρατες χώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὔκρητον — εὔκρατος well tempered masc/fem acc sg (ionic) εὔκρατος well tempered neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρήτου — εὔκρατος well tempered masc/fem/neut gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρήτῳ — εὔκρατος well tempered masc/fem/neut dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκρητα — εὔκρατος well tempered neut nom/voc/acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκρητοι — εὔκρατος well tempered masc/fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκρητος — εὔκρατος well tempered masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρατότερον — εὐκρᾱτότερον , εὔκρατος well tempered adverbial comp εὐκρᾱτότερον , εὔκρατος well tempered masc acc comp sg εὐκρᾱτότερον , εὔκρατος well tempered neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύρος — Η απόσταση ανάμεσα στις πλησιέστερες πλευρές μιας επιφάνειας (αλλιώς φάρδος ή πλάτος). Ε. τόξου ονομάζεται η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. (Αστρον.) Το συμπλήρωμα του αζιμουθίου αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του. Δίνεται από τον τύπο:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»