Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εύκαμπτος

См. также в других словарях:

  • εύκαμπτος — η, ο (ΑΜ εὔκαμπτος, ον) αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο ευλύγιστος νεοελλ. ο ευέλικτος, αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα αρχ. αυτός που κουράζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπτός (< κάμπτω)] …   Dictionary of Greek

  • εύκαμπτος — η, ο ευλύγιστος, που λυγάει εύκολα, ελαστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὔκαμπτον — εὔκαμπτος flexible masc/fem acc sg εὔκαμπτος flexible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκάμπτου — εὔκαμπτος flexible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκάμπτους — εὔκαμπτος flexible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκαμπτα — εὔκαμπτος flexible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκαμπτοι — εὔκαμπτος flexible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλύγιστος — η, ο (Μ εὐλύγιστος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που λυγίζει, που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος («ευλύγιστα κλαριά») 2. (για μέλη τού σώματος) ευκίνητος, εύκαμπτος νεοελλ. (για τον χαρακτήρα) ευμετάβλητος, άστατος («ευλύγιστη συνείδηση»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… …   Dictionary of Greek

  • Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… …   Wikipedia

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»