-
1 εφημερευω
-
2 εφημερεύω
εφημερεύω ρ. αμετβ.быть приходским священником -
3 εφημερεύω
αμετ.1) быть дежурным, дежурить;εφημερεύω κοντά σε άρρωστο — дежурить у больного;
2) церк, быть приходским священником -
4 ἐφημερεύω
A keep guard by day, Plb.21.27.6, IGRom.1.817 ([place name] Callipolis);ἐπὶ τῶν πυλῶν SIG731.14
(Tomi, i B.C.): c. dat.,τοῖς κινδύνοις D.S.11.8
codd.II τῶν νυνὶ ἐφημερευόντων those cleaners who are now taking their turn of service in the temple, UPZ7.6 (ii B.C.); cf. ἐφημερία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφημερεύω
-
5 ἐφημερεύω
-
6 εφημερεύω
(hastanede) nöbetçi olmak -
7 дежурить
дежурить είμαι της υπηρε σίας εφημερεύω (днём ) δια νυκτερεύω (ночью) (тж. в больнице, аптеке)* * * -
8 дежурить
дежу́р||итьнесов εἶμαι τῆς ὑπηρεσίας, ἐφημερεύω:\дежурить у больного ἐφημερεύω κοντά σέ ἄρρωστο. -
9 εφημερεύουσι
ἐφημερεύωkeep guard by day: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἐφημερεύωkeep guard by day: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
10 ἐφημερεύουσι
ἐφημερεύωkeep guard by day: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἐφημερεύωkeep guard by day: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
11 εφημερεύσαντες
-
12 ἐφημερεύσαντες
-
13 дежурить
ρ.δ.1. εφημερεύω, είμαι της υπηρεσίας, εκτελώ υπηρεσία•дежурить в школе είμαι της υπηρεσίας ατό σχολείο.
2. επιβλέπω, επαγρυπνώ, κοιτάζω•дежурить у постели больного επιβλέπω συνεχώς τον άρρωστο.
-
14 отдежурить
ρ.σ.1. είμαι της υπηρεσίας, εφημερεύω.2. τελειώνω την υπηρεσία, την εφημέρευση. -
15 продежурить
ρ.σ. εφημερεύω (για ένα χρον. διάστημα).
См. также в других словарях:
εφημερεύω — βλ. πίν. 19 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: εφημερεύω : εύχρηστη είναι και η λόγια μτχ. ενεστώτα σε εκφρ. όπως εφημερεύων ιατρός, εφημερεύον φαρμακείο κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εφημερεύω — (ΑΜ ἐφημερεύω, Μ και ἐφημερεύγω και φημερεύγω) [εφήμερος] επιβλέπω, εποπτεύω καθ όλη την ημέρα, διημερεύω, είμαι σε υπηρεσία όλη την ημέρα (α. «ἐπιτιθέμενοι... τοῑς ἐφημερεύουσι μεθ ἡμέραν προφανῶς», Πολ. β. «εφημερεύον νοσοκομείο») νεοελλ. μσν.… … Dictionary of Greek
εφημερεύω — εφημέρεψα 1. κάνω τακτικά μια δουλειά για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, επιβλέπω, επιστατώ: Κάθε μέρα εφημερεύουν ορισμένα νοσοκομεία. 2. για ιερείς, είμαι εφημέριος σε εκκλησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφημερεύουσι — ἐφημερεύω keep guard by day pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐφημερεύω keep guard by day pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημερεύσαντες — ἐφημερεύω keep guard by day aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφημέρευση — η [εφημερεύω] επίβλεψη, φρούρηση, επόπτευση καθ όλη την ημέρα … Dictionary of Greek
εφημερευτής — ἐφημερευτής, ὁ (Α) [εφημερεύω] 1. αυτός που φυλάγει, που επιβλέπει καθ όλη την ημέρα 2. πληθ. οἱ ἐφημερευταί τίτλος ιερέων οι οποίοι διακονούν κατά σειρά σε εβραϊκή γιορτή («ὑποσημαίνοντός τινος τῶν ἐφημερευτῶν προσεύχονται τῷ θεῷ», Φίλ.) … Dictionary of Greek