-
1 εφευρετικός
[эфэврэтикос] εκ. изобретательный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εφευρετικός
-
2 изобретательный
-
3 находчивый
-
4 находчивый
нахо́дчив||ыйприл ἐφευρετικός, ἐτοιμόλογος:\находчивыйый ответ ἡ πετυχημένη ἀπάντησις· \находчивыйый человек ὁ ἐφευρετικός ἄνθρωπος. -
5 изобретатель
ο εφευρέτης, ο ευρεσι-τέχνηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изобретатель
-
6 изобретательность
η εφευρετικότητα, η επινοητικότητα, η ευρεσιτεχνία-ый εφευρετικός, επινοητικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изобретательность
-
7 затейливый
затей||ливыйприл1. (вычурный) ἐπι-τετηδευμένος, ἐπιτηδευτός/ ἐφευρετικός, ἐπινοητικός (искусный)/ πολύπλοκος, περίπλοκος (сложный)·2. (занятный) ἐνδιαφέρων, διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός. -
8 изобретательный
изобретатель||ныйприл ἐφευρετικός/ ἐπινοητικός (находчивый):\изобретательныйный ум τό ἐφευρετικόν μυαλό. -
9 изобретательский
изобретатель||скийприл ἐφευρετικός. -
10 находчивый
[ναχόνττσιβυϊ] εκ. εφευρετικός -
11 находчивый
[ναχόνττσιβυϊ] επ εφευρετικός -
12 бойкий
επ., βρ: боек, бойка, бойко; бойче.1. ευκίνητος, σβέλτος, επιδέξιος, γρήγορος. || επινοητικός, εφευρετικός•бойкий ум εφευρετικό μυαλό.
2. πολυσύχναστος• ζωηρός•-ое место πολυσύχναστο μέρος•
-ая торговля ζωηρό εμπόριο.
εκφρ.бойкий ή боек на язык – ετοιμόλογος•- ое перо – γερή πένα (ικανότητα σύνθεσης λόγοίυ). -
13 живой
επ., βρ: жив, -а, -о.1. ζωντανός•он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•
-ая рыба ζωντανό ψάρι•
пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•
-ое существо ζωντανό πλάσμα•
живой труп ζωντανό πτώμα•
взять -ым πιάνω ζωντανό•
похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.
|| (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.
2. ζωικός, οργανικός•-ая природа ζωική φύση•
-ая материя ζωική ύλη.
|| ζωηρός•живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•
живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•
смех ζωηρό γέλιο•
-ые глаза ζωηρά μάτια•
-ые краски ζωηρά χρώματα•
-ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.
|| ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.3. πραγματικός, ζωντανός•живой пример ζωντανό παράδειγμα•
4. εκφραστικός• σαφής•-ое повествование εκφραστική διήγηση.
5. αξέχαστος, άσβεστος.εκφρ.живой вес – ζωντανό βάρος•- ая вода – το αθάνατο νερό•- ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•- ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•- ая рана – ανοιχτή πληγή•- ая связь – άμεση σύνδεση•- ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•- це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•-го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•-ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•на -ую руку – στα γρήγορα•ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•-ое место, – παλ. πιασμένη θέση•брать (взять) за - – όθ•задеть ή затронуть – κ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη). -
14 затейливый
επ., βρ: -лив, -а, -оευφυής, επινοητικός, εφευρετικός, πολυμήχανος. || σοφός. -
15 изобретательный
επ., βρ: -лен, -льна, -ноεφευρετικός επινοητικός. -
16 находчивый
επ., βρ: -чив, -а, -оεφευρετικός, επινοητικός, ευρηματικός• ετοιμόλογος. || επιτυχής, πετυχημένος έξυπνος•ответ πετυχημένη απάντηση.
-
17 ухо
-а, πλθ. уши, ушей ουδ.1. το αυτί, το ους•у меня болит ухо μου πονά το αυτί•
шум в ушах βουητό στ αυτιά•
глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•
внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•
среднее ухо το μέσο αυτί•
чесать ухо ξύνω το αυτί•
длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.
2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.
3. η βελονότρυπα.4. ακοή•медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•
у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•
музыкальное ухо μουσικό αυτί.
εκφρ.ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•по уши влюбиться (врезаться – κ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν).
См. также в других словарях:
ἐφευρετικός — inventive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφευρετικός — ή, ό (Α ἐφευρετικός, ή, όν) [εφευρέτης] αυτός που έχει την ικανότητα να εφευρίσκει, ο επινοητικός, ο ευρεσίτεχνος … Dictionary of Greek
εφευρετικός — ή, ό αυτός που έχει την ικανότητα να εφευρίσκει, επινοητικός, ερευνητικός: Μυαλό εφευρετικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφευρετικόν — ἐφευρετικός inventive masc acc sg ἐφευρετικός inventive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρετικαί — ἐφευρετικός inventive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρετικοῖς — ἐφευρετικός inventive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρετικοί — ἐφευρετικός inventive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρετικῆς — ἐφευρετικός inventive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρετικῇ — ἐφευρετικός inventive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρετική — ἐφευρετικός inventive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρετικήν — ἐφευρετικός inventive fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)