Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εφευρετικός

См. также в других словарях:

  • ἐφευρετικός — inventive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφευρετικός — ή, ό (Α ἐφευρετικός, ή, όν) [εφευρέτης] αυτός που έχει την ικανότητα να εφευρίσκει, ο επινοητικός, ο ευρεσίτεχνος …   Dictionary of Greek

  • εφευρετικός — ή, ό αυτός που έχει την ικανότητα να εφευρίσκει, επινοητικός, ερευνητικός: Μυαλό εφευρετικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐφευρετικόν — ἐφευρετικός inventive masc acc sg ἐφευρετικός inventive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετικαί — ἐφευρετικός inventive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετικοῖς — ἐφευρετικός inventive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετικοί — ἐφευρετικός inventive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετικῆς — ἐφευρετικός inventive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετικῇ — ἐφευρετικός inventive fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετική — ἐφευρετικός inventive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετικήν — ἐφευρετικός inventive fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»