-
1 εφεδρικός
-
2 εφεδρικός
reserveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εφεδρικός
-
3 запасной
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запасной
-
4 запасный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запасный
-
5 резервный
εφεδρικός, αποθηκευμένος (για στιγμή ανάγκης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резервный
-
6 запасной
запасной εφεδρικός \запасной игрок спорт, о εφεδρικός παίχτης \запаснойые части τα ανταλλακτικά* * *запасно́й игро́к — спорт. ο εφεδρικός παίχτης
запасны́е ча́сти — τα ανταλλακτικά
-
7 оборудование
1. (действие) о εξοπλισμός, η εγκατάσταση 2. (аппаратура) о εξοπλισμ/ός, οι συσκευές, τα μηχανήματα, η εγκατάστασηавтотормозное ж.-д. η εγκατάσταση της αυτόματης πέδηςмонтажное - τα μηχανήματα ανέγερσης/συναρμολόγησης- της παραγωγής, βιομηχανικός -швартовное - мор. τα εξαρτήματα ορμίσεωςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оборудование
-
8 запасной
запаси||ой1. прил ἐφεδρικός:\запасной путь ἡ ἐφεδρική σιδηροδρομική γραμμή· \запасной выход ἡ ἐξοδος κινδύνου· \запаснойые части τά ἀνταλλακτικά, τά ἐξαρτήματα·2. прил воен. ἐφεδρος, τῆς ἐφεδρείας, ἐφεδρικός:\запасной батальон τό ἐφεδρικό τάγμα·3. м воен. ὁ ἔφεδρος. -
9 резервный
резервныйприл ἐφεδρικός:\резервныйный фонд τό ἐφεδρικό κεφάλαιο, τό ἐφεδρικό ἀπόθεμα· \резервныйная армия ὁ ἐφεδρικός στρατός. -
10 запасной
κ. запасныйεπ.1. εφεδρικός•-экземпляр εφεδρικό αντίτυπο•
-ые части ανταλλακτικά•
-ой выход έξοδος κινδύνου•
путь εφεδρική σιδηρ. γραμμή•
запасной ые лошади άλογα ταχυδρομικού σταθμού.
2. (στρατ.) έφεδρος, εφεδρικός. || ουσ. α. έφεδρος. -
11 аэродром
1. (совокупность лётного поля, ангаров, служб и т.п.) το αεροδρόμιο 2. (лётное поле) о αεροδιάδρομοςзапасной - βοηθητικός/εφεδρικός -вспомогательный - см. запасной -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аэродром
-
12 аэропорт
ο αερολιμήν, ο αερολιμένας, το αεροδρόμιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аэропорт
-
13 взлётно-посадочная полоса
о διάδρομος απογείωσης-προσγείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взлётно-посадочная полоса
-
14 ВПП
о διάδρομος απογείωσης-προσγείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ВПП
-
15 гребной винт
ο/η έλικας (του πλοίου)запасной - αμοιβός -, εφεδρικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гребной винт
-
16 дублёр
1. (тот, кто выполняет сходную работу) о εφεδρικός 2. маш. το εφεδρικό μηχάνημα 3. мор. το επίθεμα εξ ελάσματοςη επικαλύπτραη λαπάτσα4. (актёр, заменяющий основного исполнителя роли) о ηθο-ποιός-αναπληρωτής, разг. о κομπάρσος (ξεν.) 5. (киноактёр, воспроизводящий текст при переводе фильма с одного языка на другой) о ηθοποιός-εκφωνητής στη μεταγλωττισμένη ταινία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дублёр
-
17 дублирующий
(об элементе системы резервирования) εφεδρικός, παράλληλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дублирующий
-
18 колесо
ο τροχός, разг. η ρόδαгребное мор. - της πρόωσης, πτερυγοφόρος -заднее - οπίσθιος -, η πίσω ρόδαзапасное - εφεδρικός -, αμοιβλός -, разг. η ρεζέρβα (ξεν.)маховое - ο σφόνδυλος, το βολάν (ξεν.)рулевое - το τιμόνι, το πηδάλιοтормозное - πέδης/φρένουтурбинное (гидромуфты гидротрансформатора) - του στροβίλου/της τουρμπίναςхвостовое ав. - ουραίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колесо
-
19 передатчик
ο πομπός, коротковолновый - των βραχέων κυμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передатчик
-
20 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εφεδρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφεδρεία ή τον έφεδρο. 2. ο διαθέσιμος για ώρα ανάγκης: Εφεδρικός τροχός αυτοκινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφεδρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφεδρεία ή στον έφεδρο, ο διαθέσιμος να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης («εφεδρικά στρατεύματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έφεδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
επικουρικός — ή, ό (Α ἐπικουρικός, ή, όν) [επίκουρος] βοηθητικός, ενισχυτικός («ἐπικουρικοῡ... γένους», Πλάτ.) νεοελλ. αυτός που έχει δευτερεύουσα σημασία αρχ. 1. (για στρατό) εφεδρικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικουρικόν συμμαχική δύναμη 3. αυτός που ανήκει… … Dictionary of Greek