-
1 εφαρμοσμένος
η, ο[ν]1) приложенный, подогнанный, приспособленный; 2) применённый; внедрённый; осуществлённый, выполненный; 3) прикладной;εφαρμοσμένες επιστήμες — прикладные науки;
εφαρμοσμένη χημεία — прикладная химия
-
2 τέχνη
η1) профессия; ремесло; 2) искусство;η Ακαδημία των καλών τέχνων — Академия Художеств;
εφαρμοσμένες τέχνες — прикладное искусство;
είκαστικές (καλές) τέχνες — изобразительные (изящные) искусства;
έργο τέχνης — произведение искусства;
3) умение, искусность, мастерство; техника;τέχνη του σκακιού — техника шахматной игры;
με μεγάλη τέχνη — с большим искусством;
με τέχνη — а) умело, ловко; — б) обманным путём;
κατέχω την τέχνη να... — владеть искусством чего-л.;
φτιαγμένος με τέχνη — искусный (о работе и т. п.);
§ γι' αγάπη της τέχνης — из любви к искусству;
με όλους τούς κανόνες της τέχνης — по всем правилам искусства
См. также в других словарях:
Λεκ, Μπαρτ Βαν ντερ- — (Bart Van der Leck, Ουτρέχτη 1876 – Μπλάρικουμ 1958). Ολλανδός ζωγράφος και σχεδιαστής. Σπούδασε στην Εθνική Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών του Άμστερνταμ (1900 4). Το ενδιαφέρον του για τις εφαρμοσμένες τέχνες προκλήθηκε από τις πολιτικοκοινωνικές… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
εγκληματολογία — Επιστημονικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του εγκλήματος, την πρόληψή του, την αντίδραση της κοινωνίας σε αυτό, ενώ παράλληλα εξετάζει τα περιβαλλοντολογικά ή ψυχολογικά αίτιά του. Η ε. ιδιοποιείται τις μεθόδους πολλών άλλων… … Dictionary of Greek
εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… … Dictionary of Greek
πολυτεχνείο — το, Ν (εκπαιδ.) ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο διδάσκονται εφαρμοσμένες επιστήμες και καλές τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Λ. Καφταντζόγλου] … Dictionary of Greek
τεχνικός — ή, ό / τεχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. μόνο ως ουσ. και τεχνικός Ν [τέχνη] 1. σχετικός με την τέχνη γενικά ή με μια ορισμένη τέχνη («τεχνικοί όροι» καθιερωμένες ονομασίες που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τών τεχνών ή μιας τέχνης) 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
Ακαδημία Αθηνών — Το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Ιδρύθηκε το 1926 και στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτίριο, που ήδη από τον 19ο αι. είχε ανεγερθεί για τον σκοπό αυτό με δαπάνες του εθνικού ευεργέτη Σίμωνα Σίνα. Σκοπός της Α.Α. είναι, κατά τον ιδρυτικό νόμο,… … Dictionary of Greek