-
1 εφαρμογη
-
2 εφαρμογή
η1) прилаживание, приспособление; пригонка, подгонка;τα υποδήματα μου εχουν τελεΤα εφαρμογή — ботинки мне впору;
2) применение, употребление; внедрение; осуществление, реализация;ευρεία εφαρμογή — широкое применение;
εφαρμογή της τεχνικής — внедрение техники;
εφαρμογή του προγράμματος — выполнение программы;
θέτω σε εφαρμογή — а) начинать применять, пользоваться; — б) приводить в действие;
η ιδέα σου προσκόπτει εις την εφαρμογήν — твоя идея неосуществима;
3) тех сборка, монтаж;4) аппликация; 5) воен.:σχολή εφαρμογής — школа усовершенствования младших офицеров;
§ σημείο εφαρμογ||ς — мех. точка приложения сил
-
3 εφαρμογή
[эфармоги] ουσ θ применение, прилаживание. -
4 μερικός
η, ό[ν]1) частичный;μερική έκλειψη της σελήνης — частичное затмение луны;
μερική επιτυχία — частичный успех;
μερική επιστράτευση ( — или κινητοποίηση) — частичная мобилизация;
μερική εφαρμογή τού νόμου — частичное применение закона;
2.) частный, особый, отдельный;μερική περίπτωση — частный случай;
3) πλ. некоторые; немногие, несколько;μου χρειάζονται μερικά βιβλία ο) — мне нужны некоторые книги; — б) мне нужно иметь несколько книг;
έχω μερικά χρήματα — у меня есть немного денег;
μερικες φορές — а) иногда; — б) несколько раз;
μερικοί άνθρωποι — а) несколько человек; — б) некоторые люди;
§ μερικοί μερικοί — некоторые, кое-кто (при намёке)
-
5 πρακτικός
η, ό[ν]1) практический;πρακτικά μαθήματα — практические занятия;
πρακτική πείρα — практические навыки;
βρίσκω πρακτική εφαρμογή — находить практическое применение;
2) удобный, практичный;3) деловой, деловитый; практичный (о человеке);πρακτικό πνεύμα — деловитость;
4) не дипломированный, не имеющий специальной подготовки;πρακτικός γιατρός — врач-практик; — лекарь-самоучка;
§ πρακτικό λύκειο — реальное училище
См. также в других словарях:
ἐφαρμογή — adjustment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφαρμογή — η (Α ἐφαρμογή) [εφαρμόζω] προσαρμογή, συναρμογή, ακριβής τοποθέτηση κάποιου σώματος ή αντικειμένου πάνω σε ένα άλλο («ὁ κανὼν ἀπευθύνει τὰ λοιπὰ τῇ πρὸς αὐτὸν ἐφαρμογῇ και παραθέσει συνεξομοιῶν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. μτφ. εκτέλεση στην πράξη,… … Dictionary of Greek
εφαρμογή — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εφαρμόζω. 2. προσαρμογή, ακριβής τοποθέτηση πράγματος: Το φόρεμά σου έχει τέλεια εφαρμογή. 3. εκτέλεση, πραγματοποίηση σχεδίου ή θεωρίας: Το σχέδιό σου θα προσκρούσει στην εφαρμογή. 4. έναρξη ισχύος: Εφαρμογή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφαρμογῇ — ἐφαρμόζω fit on aor subj pass 3rd sg (attic) ἐφαρμογή adjustment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατευτισμός — Εφαρμογή κρατικών μέτρων, τα οποία αποβλέπουν στην προστασία τομέων της παραγωγής ή ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών εναντίον του ξένου ανταγωνισμού. Η προστασία αυτή εφαρμόζεται στην πράξη με το κλείσιμο της εσωτερικής αγοράς στους ξένους διά … Dictionary of Greek
ἐφαρμογαί — ἐφαρμογή adjustment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμογῆς — ἐφαρμογή adjustment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμογήν — ἐφαρμογή adjustment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαρμογῶν — ἐφαρμογή adjustment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek