-
1 насладиться
-
2 получать
получа||тьпесо».1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:^\получать письмо́ λαβαίνω γράμμα· \получать диплом παίρνω δίπλωμα·.\получать важные сведения λαβαίνω σπουδαίες πληροφορίες· \получать первую помощь μοῦ παρέχονται οἱ πρῶτες βοήθειες·2. (зарабатывать) κερδίζω:сколько ты \получатьешь? πόσα κερδίζεις;, πόσα παίρνεις;·3. (добивать, вырабатывать) βγάζω· ◊ \получать на́сморк πιάνω συνάχι, συναχώνομαι· -\получать удовольствие εὐχαριστιέμαι, ἰκανοκοιοῦμαι· \получать· всемирное признание ἀποκτώ παγκόσμια ἀναγνώριση. -
3 упиваться
упиватьсянесов1. (напиться) разг πίνω πολύ, μεθώ/2. (наслаждаться) ἀπολαμβάνω, εὐχαριστιέμαι, τέρπομαι. -
4 упиваться
[ουπιβάτσα] ρ. πίνω πολύ, (μεταφ.) απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι -
5 упиваться
[ουπιβάτσα] ρ πίνω πολύ, (μεταφ) απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι -
6 довольство
-а Όυδ.1. ικανοποίηση, ευχαρίστηση•испытывать довольство αισθάνομαι ικανοποίηση, ευχαριστιέμαι•
лицо выражало довольство το πρόσωπο έδειχνε ικανοποίηση.
2. επάρκεια, ευπορία• άνεση•жить в -е καλοζώ, καλοπερνώ, ευζωώ.
-
7 тешить
-шу, -шишьρ.δ.μ.1. διασκεδάζω, τέρπω, ψυχαγωγώ. || ικανοποιώ•тешить своё самолюбие ικανοποιώ τον εγωισμό μου ή το φιλότιμο μου.
2. παρηγορώ, βαυκαλίζω•тешить себя на-дждами βαυκαλίζω τον εαυτό μου με ελπίδες.
1. διασκεδάζω, τέρπομαι, ψυχαγωγούμαι. || ικανοποιούμαι, ευχαριστιέμαι• αρέσκομαι.2. γελώ με κακία• περιγελώ, κοροϊδεύω, χλευάζω.3. παρηγορούμαι, βαυκαλίζομαι. -
8 удовлетворить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удовлетворенный, βρ: -рен, -рена, -рено ρ.σ.1. μ. ικανοποιώ•удовлетворить оскорблнного ικανοποιώ τον προσβλημένο•
удовлетворить требования ικανοποιώ τα αιτήματα•
удовлетворить потребности населения ικανοποιώ τις ανάγκες του πλθηθυσμού.
2. εφοδιάζω, προμηθεύω•удовлетворить предприятие топливом εφοδιάζω την επιχείρηση με καύσιμα.
3. ανταποκρίνομαι (στις προσδοκίες κάποιου).4. ευудовлетворить χαριστώ.5. παλ. αποζημιώνω.ικανοποιούμαι• ευχαριστιέμαι. -
9 удовлетворять
ρ.δ.μ.βλ. удовлетворить.1. ικανοποιούμαι.2. εφοδιάζομαι.3. ευχαριστιέμαι.4. αποζημιώνομαι.
См. также в других словарях:
ευχαριστιέμαι — ευχαριστιέμαι, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: ευχαριστούμαι, ευχαριστιέμαι : η μτχ. ευχαριστημένος κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει ευχαρίστηση) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
απονίναμαι — ἀπονίναμαι (Α) ευχαριστιέμαι με κάτι, απολαμβάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ονίναμαι «απολαμβάνω βοήθειας, ευχαριστιέμαι»] … Dictionary of Greek
επιτέρπομαι — (AM ἐπιτέρπομαι) [τέρπομαι] μσν. φρ. «ἐπιτέρπομαι εἴς τι» χαίρω, ευχαριστιέμαι για κάτι αρχ. ευχαριστιέμαι, δοκιμάζω ευχαρίστηση, χαίρομαι («ἄλλος ἄλλοισιν ἀνήρ ἐπιτέρπεται ἔργοις», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ευχαριστούμαι — ευχαριστούμαι, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. ευχαριστιέμαι Σημειώσεις: ευχαριστούμαι, ευχαριστιέμαι : η μτχ. ευχαριστημένος κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει ευχαρίστηση) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναγαλλιάζω — 1. αισθάνομαι υπερβολική ευχαρίστηση, ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι 2. προξενώ σε κάποιον ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν (α) * + αναγαλλιάζω. ΠΑΡ. αναγάλλιαση, αναγάλλιασμα, αναγαλλιασμός] … Dictionary of Greek
αναπνέω — (Α ἀναπνέω και επικ. ἀμπνείω και ἀμπνύω 1. εισπνέω και εκπνέω αέρα με τους πνεύμονες, ανασαίνω 2. εισπνέω ή εκπνέω χωριστά βρίσκομαι στη ζωή, ζω 4. ευχαριστιέμαι με την αναπνοή, αναζωογονούμαι 5. ελαφρώνω από βάρη ή στενοχώριες, ανακουφίζομαι,… … Dictionary of Greek
βρυάζω — (AM βρυάζω) βρίσκομαι σε αφθονία, πληθαίνω αρχ. 1. εγκυμονώ 2. ξεχειλίζω 3. αλαζονεύομαι 4. ευχαριστιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βρύω*] … Dictionary of Greek
γεγηθότως — επίρρ. (AM) ευχαρίστως, μετά χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σχηματισμένο βάσει τού παρακμ. γέγηθα τού ρ. γηθώ* «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»] … Dictionary of Greek
γηθέω — και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι) χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτι αρχ. Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μου II. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς 1. περιχαρής 2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς… … Dictionary of Greek
δαίω — (I) δαίω (Α) 1. 1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει 2. καίω, κατακαίω 3. καυτηριάζω II. δαίομαι απλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < *δaίFω < *δaFγω (με επένθεση) ή < *δayyω < *δaF yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από … Dictionary of Greek