Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ευχαριστιέμαι

  • 1 насладиться

    насладиться, наслаждаться απολαβαίνω, ευχαριστιέμαι
    * * *
    = наслаждаться
    απολαβαίνω, ευχαριστιέμαι

    Русско-греческий словарь > насладиться

  • 2 получать

    получа||ть
    песо».
    1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:
    ^\получать письмо́ λαβαίνω γράμμα· \получать диплом παίρνω δίπλωμα·.\получать важные сведения λαβαίνω σπουδαίες πληροφορίες· \получать первую помощь μοῦ παρέχονται οἱ πρῶτες βοήθειες·
    2. (зарабатывать) κερδίζω:
    сколько ты \получатьешь? πόσα κερδίζεις;, πόσα παίρνεις;·
    3. (добивать, вырабатывать) βγάζω· ◊ \получать на́сморк πιάνω συνάχι, συναχώνομαι· -\получать удовольствие εὐχαριστιέμαι, ἰκανοκοιοῦμαι· \получать· всемирное признание ἀποκτώ παγκόσμια ἀναγνώριση.

    Русско-новогреческий словарь > получать

  • 3 упиваться

    упиваться
    несов
    1. (напиться) разг πίνω πολύ, μεθώ/
    2. (наслаждаться) ἀπολαμβάνω, εὐχαριστιέμαι, τέρπομαι.

    Русско-новогреческий словарь > упиваться

  • 4 упиваться

    [ουπιβάτσα] ρ. πίνω πολύ, (μεταφ.) απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι

    Русско-греческий новый словарь > упиваться

  • 5 упиваться

    [ουπιβάτσα] ρ πίνω πολύ, (μεταφ) απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι

    Русско-эллинский словарь > упиваться

  • 6 довольство

    -а Όυδ.
    1. ικανοποίηση, ευχαρίστηση•

    испытывать довольство αισθάνομαι ικανοποίηση, ευχαριστιέμαι•

    лицо выражало довольство το πρόσωπο έδειχνε ικανοποίηση.

    2. επάρκεια, ευπορία• άνεση•

    жить в -е καλοζώ, καλοπερνώ, ευζωώ.

    Большой русско-греческий словарь > довольство

  • 7 тешить

    -шу, -шишь
    ρ.δ.μ.
    1. διασκεδάζω, τέρπω, ψυχαγωγώ. || ικανοποιώ•

    тешить своё самолюбие ικανοποιώ τον εγωισμό μου ή το φιλότιμο μου.

    2. παρηγορώ, βαυκαλίζω•

    тешить себя на-дждами βαυκαλίζω τον εαυτό μου με ελπίδες.

    1. διασκεδάζω, τέρπομαι, ψυχαγωγούμαι. || ικανοποιούμαι, ευχαριστιέμαι• αρέσκομαι.
    2. γελώ με κακία• περιγελώ, κοροϊδεύω, χλευάζω.
    3. παρηγορούμαι, βαυκαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > тешить

  • 8 удовлетворить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удовлетворенный, βρ: -рен, -рена, -рено ρ.σ.
    1. μ. ικανοποιώ•

    удовлетворить оскорблнного ικανοποιώ τον προσβλημένο•

    удовлетворить требования ικανοποιώ τα αιτήματα•

    удовлетворить потребности населения ικανοποιώ τις ανάγκες του πλθηθυσμού.

    2. εφοδιάζω, προμηθεύω•

    удовлетворить предприятие топливом εφοδιάζω την επιχείρηση με καύσιμα.

    3. ανταποκρίνομαι (στις προσδοκίες κάποιου).
    4. ευудовлетворить χαριστώ.
    5. παλ. αποζημιώνω.
    ικανοποιούμαι• ευχαριστιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > удовлетворить

  • 9 удовлетворять

    ρ.δ.μ.
    βλ. удовлетворить.
    1. ικανοποιούμαι.
    2. εφοδιάζομαι.
    3. ευχαριστιέμαι.
    4. αποζημιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > удовлетворять

См. также в других словарях:

  • ευχαριστιέμαι — ευχαριστιέμαι, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: ευχαριστούμαι, ευχαριστιέμαι : η μτχ. ευχαριστημένος κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει ευχαρίστηση) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

  • απονίναμαι — ἀπονίναμαι (Α) ευχαριστιέμαι με κάτι, απολαμβάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ονίναμαι «απολαμβάνω βοήθειας, ευχαριστιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • επιτέρπομαι — (AM ἐπιτέρπομαι) [τέρπομαι] μσν. φρ. «ἐπιτέρπομαι εἴς τι» χαίρω, ευχαριστιέμαι για κάτι αρχ. ευχαριστιέμαι, δοκιμάζω ευχαρίστηση, χαίρομαι («ἄλλος ἄλλοισιν ἀνήρ ἐπιτέρπεται ἔργοις», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • ευχαριστούμαι — ευχαριστούμαι, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. ευχαριστιέμαι Σημειώσεις: ευχαριστούμαι, ευχαριστιέμαι : η μτχ. ευχαριστημένος κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει ευχαρίστηση) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναγαλλιάζω — 1. αισθάνομαι υπερβολική ευχαρίστηση, ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι 2. προξενώ σε κάποιον ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν (α) * + αναγαλλιάζω. ΠΑΡ. αναγάλλιαση, αναγάλλιασμα, αναγαλλιασμός] …   Dictionary of Greek

  • αναπνέω — (Α ἀναπνέω και επικ. ἀμπνείω και ἀμπνύω 1. εισπνέω και εκπνέω αέρα με τους πνεύμονες, ανασαίνω 2. εισπνέω ή εκπνέω χωριστά βρίσκομαι στη ζωή, ζω 4. ευχαριστιέμαι με την αναπνοή, αναζωογονούμαι 5. ελαφρώνω από βάρη ή στενοχώριες, ανακουφίζομαι,… …   Dictionary of Greek

  • βρυάζω — (AM βρυάζω) βρίσκομαι σε αφθονία, πληθαίνω αρχ. 1. εγκυμονώ 2. ξεχειλίζω 3. αλαζονεύομαι 4. ευχαριστιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βρύω*] …   Dictionary of Greek

  • γεγηθότως — επίρρ. (AM) ευχαρίστως, μετά χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σχηματισμένο βάσει τού παρακμ. γέγηθα τού ρ. γηθώ* «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • γηθέω — και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι) χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτι αρχ. Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μου II. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς 1. περιχαρής 2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς… …   Dictionary of Greek

  • δαίω — (I) δαίω (Α) 1. 1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει 2. καίω, κατακαίω 3. καυτηριάζω II. δαίομαι απλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < *δaίFω < *δaFγω (με επένθεση) ή < *δayyω < *δaF yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»