-
1 ευρύχωρος
[эврихорос] εκ. обширный, вместительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευρύχωρος
-
2 вместительный
вместительный ευρύχωρος* \вместительный зал η ευρύχωρη αίθουσα* * *вмести́тельный зал — ευρύχωρη αίθουσα
-
3 просторный
-
4 вместительный
вмести́||тельныйприл εὐρύς. εὐρύχωρος, ἀπλόχωρος (о помещении и т. п.)/ περιεκτικός (о сосуде). -
5 обширный
обширныйприл \. εὐρύ ἐκτεταμένος, εὐρυχωρος ἀπλόχωρος.2. перен πολυάριθμος, πολυπληθής· \обширныйые зна́ния οἱ εὐρειες γνώσεις, ἡ εὐρ«μάθεια. „ые зна. комства οἱ πολυάριθμες γνωριμίες -
6 поместительный
поместительныйприл εὐρύχωρος. -
7 просторный
просторныйприл εὐρύχωρος. -
8 свободный
свобод||ный"Р"·?·1. ἐλεύθερος:\свободныйный выбор ἡ ἐλεύθερη ἐκλογή·2. (не занятый) χηρεύων, Κενός:\свободныйное место ἡ χηρεύουσα (или ἡ κενή) θέση· з. (об одежде) εὐρύχωρος·4. (лишний) ἐλεύθερος, διαθέσι-I-0?· \свободныйНое время ὁ ἐλεύθερος χρόνος· \свободныйные деньги τα διαθέσιμα χρήματα·5. (5еспрепятственныщ ἐλεύθερος, ἀνεμπόδιστος:\свободныйный доступ ἡ ἐλεύθερη προσέλευση, ἡ ἐλεύθερη είσοδος· \свободныйное дыхание ἡ ἐλεύθερη ἀναπνοή· ◊ \свободныйная профессия τό ἐλεύθερο ἐπάγγελμα. -
9 просторный
[πραστόρνυϊ] εκ. ευρύχωρος -
10 просторный
[πραστόρνυϊ] επ ευρύχωρος -
11 висеть
вишу, висишь, ρ.δ.1. κρέμομαι, εξαρτιέμαι•лампа висит η λάμπα κρέμεται.
|| είμαι ευρύχωρος•пиджак на тебе висит το σακκάκι σου είναι ευρύχωρο (σα να κρέμεται).
2. κολλώ, επικολλώ, αναρτώ•на двери висит объявление στην πόρτα είναι κολλημένη (αναρτιμένη) ανακοίνωση.
3. επικρέμαμαι•дамоклов меч -ел над его головой ή δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του.
|| επίκειται, επέρχεται, πλησιάζει•беда висит над его головой δυστυχία (κακό) θά πέσει ατό σπίτι του.
εκφρ.висеть в воздухе – (απλ.) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι•висеть на волоске ή на ниточке – κρέμομαι άπο μια τρίχα•мир висит на волоске – η ειρήνη κρέμεται από μια τρίχα. -
12 вместительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноχωρητικός• ευρύχωρος, περιεκτικός•-ая комната ευρύχωρο δωμάτιο•
вместительный котел χωρητικός λέβητας.
-
13 обширный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτεταμένος, ευρύς, ευρύχωρος, πλατύχωρος• μεγάλος•обширный кабинет μεγάλο γραφείο•
-ые знания ευρείες γνώσεις.
-
14 привольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. εκτεταμένος• ευρύχωρος, απλόχωρος.2. ελεύθερος. -
15 просторный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноεκτεταμένος, ευρύς• ευρύχωρος• άνετος. -
16 пространный
επ., βρ: -ранен, -ранна, -о1. (γραπ. λόγος) ευρύς, πλατύς, ευρύχωρος, πλατύχωρος, απλόχωρος• εκτεταμένος.2. μτφ. εκτενής, λεπτομερής, -ιακός, μακροσκελής•-ое письмо μακροσκελής επιστολή.
-
17 развалистый
επ., βρ: -лист, -а, -о.1. απλόχωρος, πλατύχωρος, ευρύχωρος, φαρδύς•-ое кресло απλόχωρη πολυθρόνα.
2. (απλ.) ταλαντευόμενος, τρικλίζων, παραπαίων. -
18 свободный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. ελεύθερος•-ые и крепостные крестьяне ελεύθεροι και δουλοπάροικοι αγρότες.
|| ουσ. απελεύθερος•свободный и раб απελεύθερος και δούλος.
|| ελεύθερος• λεύτερος•свободный гражданин ελεύθερος πολίτης•
-ые люди ελεύθεροι άνθρωποι•
-народ ελεύθερος λαός•
-ая жизнь ελεύθερη ζωή•
свободный выбор ελεύθερη εκλογή•
-ые выборы ελεύθερες εκλογές•
-ая мысль ελεύθερη σκέψη.
2. ανεμπόδιστος•-ое дыхание ελεύθερη αναπνοή•
свободный доступ ελεύθερη προσέλευση ή είσοδος.
|| άνετος, ευρύχωρος, απλόχωρος. || αβίαστος•свободный голос певца ελεύθερη φωνή του τραγουδιστή.
|| ο υπέρ το δέον ελεύθερος•-ая женщина ελεύθερη γυναίκα.
3. περίσσιος, διαθέσιμος•-ое время ελεύθερος χρόνος•
свободный стул ελεύθερο κάθισμα.
4. αστερέωτος, αστέργιω-τος•свободный конец вервки ελεύθερη άκρη της τρ ι-χιάς.
5. (χημ.)• μη ενωμένος•свободный кислород ελεύθερο οξυγόνο.
εκφρ.- ая профессия – ελεύθερο επάγγελμα (δικηγόρου, γιατρού κλπ.)• свободный художник α) παλ. τίτλος ζωγράφου, β) τίτλος μουσικού με ανώτερη μουσική κατάρτιση. -
19 спокойный
επ. βρ: -коен, -койна, -койно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) ήσυχος, ήρεμος, γαλήνιος• ατάραχος•-ое море γαληνεμένη θάλασσα•
-ые движения ήρεμες κινήσεις•
спокойный тон ήρεμος τόνος•
-ая жизнь ήσυχη ζωή•
спокойный сон ήσυχος ύπνος•
-ая старость ήσυχα γηρατιά•
спокойный характер ήσυχος χαρακτήρας.
2. φρόνιμος•спокойный ребнок ήσυχο παιδάκι.
|| ήμερος, πράος•-ая лошадь ήμερο άλογο.
3. ελεύθερος, ευρύχωρος• βολικός, άνετος•-ая обувь ευρύχωρα παπούτσια•
-ое кресло άνετη πολυθρόνα.
εκφρ.- ая совесть – ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση.
См. также в других словарях:
εὐρύχωρος — roomy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύχωρος — η, ο (ΑΜ εὐρύχωρος, ον) αυτός που έχει ευρύ χώρο, μεγάλη έκταση, ο εκτεταμένος αρχ. αυτός στον οποίο άνετα χωράει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + χωρος (< χώρος), πρβλ. απλό χωρος, στενό χωρος] … Dictionary of Greek
ευρύχωρος — η, ο αυτός που έχει άνεση χώρου, απλωμένος, άνετος (αντίθ. στενόχωρος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐρυχωρῆ — εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐρύχωρος roomy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐρύχωρος roomy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρέστερον — εὐρύχωρος roomy adverbial comp εὐρύχωρος roomy masc acc comp sg εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρότερον — εὐρύχωρος roomy adverbial comp εὐρύχωρος roomy masc acc comp sg εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρεστέραις — εὐρύχωρος roomy fem dat comp pl εὐρυχωρεστέρᾱͅς , εὐρύχωρος roomy fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωροτέραις — εὐρύχωρος roomy fem dat comp pl εὐρυχωροτέρᾱͅς , εὐρύχωρος roomy fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρές — εὐρύχωρος roomy masc/fem voc sg εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρότατον — εὐρύχωρος roomy masc acc superl sg εὐρύχωρος roomy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχώρως — εὐρύχωρος roomy adverbial εὐρύχωρος roomy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)