-
1 ευπροσήγορος
-
2 εὐπροσήγορος
-
3 ευπροσηγορος
2(тж. εὐ. λόγῳ Isocr.) обходительный, приветливый, общительный(στόμα, φρήν Eur.; φιλανθρωπία Plut.)
οὐκ ἄτας εὐπροσηγόρους ἔχω Eur. — не таковы мои несчастья, чтобы можно было говорить со мной -
4 ευπροσήγορος
ος, ον приветливый, любезный; учтивый; вежливый -
5 εὐπροσήγορος
-ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 Sir 6,5affable, courteous -
6 εὐπροσήγορος
εὐπροσ-ήγορος, ον,A easy of address, i.e. affable, courteous, ἐν -οισίν ἐστί τις χάρις; E.Hipp.95;εὐ. φρήν Id.Alc. 775
;γῆρας Trag.Adesp. 552
, cf. Trag. in Gött.Nachr.1922.31; τῷ λόγῳ εὐ. Isoc.1.20; οὐκ εὐ. ἆται miseries that forbid my being spoken to, E.HF 1284: [comp] Sup. - ώτατος J.AJ19.1.13. Adv. - ρως D.H.Rh.5.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπροσήγορος
-
7 ευπροσήγορος
1) approachable2) civil3) courteousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευπροσήγορος
-
8 civil
ευπροσήγορος -
9 courteous
ευπροσήγορος -
10 общительный
-
11 ευπροσηγορώτατον
εὐπροσήγοροςeasy of address: masc acc superl sgεὐπροσήγοροςeasy of address: neut nom /voc /acc superl sg -
12 εὐπροσηγορώτατον
εὐπροσήγοροςeasy of address: masc acc superl sgεὐπροσήγοροςeasy of address: neut nom /voc /acc superl sg -
13 ευπροσηγόρως
εὐπροσήγοροςeasy of address: adverbialεὐπροσήγοροςeasy of address: masc /fem acc pl (doric) -
14 εὐπροσηγόρως
εὐπροσήγοροςeasy of address: adverbialεὐπροσήγοροςeasy of address: masc /fem acc pl (doric) -
15 ευπροσήγορον
εὐπροσήγοροςeasy of address: masc /fem acc sgεὐπροσήγοροςeasy of address: neut nom /voc /acc sg -
16 εὐπροσήγορον
εὐπροσήγοροςeasy of address: masc /fem acc sgεὐπροσήγοροςeasy of address: neut nom /voc /acc sg -
17 παθητος
31) подверженный изменениям, изменчивый(π. καὴ τρεπτός Arst.)
2) подверженный страстям(θνητὸς καὴ π. Plut.)
3) (много) выстрадавший, много перенесший(π. ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος Men.) или обреченный на страдания NT.
-
18 обходительный
обходительн||ыйприл εὐπροσήγορος, φιλόφρων (приветливый)/ εὐγενής, λεπτός (любезный). -
19 ευπρόσιτος
-
20 ευπροσηγόροις
См. также в других словарях:
εὐπροσήγορος — easy of address masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπροσήγορος — η, ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, ον) αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός. επίρρ... ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως) με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ ήγορος] … Dictionary of Greek
ευπροσήγορος — η, ο ο γλυκομίλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπροσηγορώτατον — εὐπροσήγορος easy of address masc acc superl sg εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόρως — εὐπροσήγορος easy of address adverbial εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσήγορον — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc sg εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόροις — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόροισιν — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόρους — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσήγορα — εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσήγοροι — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)