-
1 общительный
-
2 обходительный
обходительн||ыйприл εὐπροσήγορος, φιλόφρων (приветливый)/ εὐγενής, λεπτός (любезный). -
3 ласковый
επ., βρ: -ков, -а, -о.χαϊδευτικός, θωπευτικός• χαϊδιάρης, -ρικος•ласковый ребёнок χαϊδιάρικο παιδάκι•
-ая мать χαϊδιάρα μάνα•
ласковый взгляд χαϊδευτικό βλέμμα.
|| ευπροσήγορος, προσηνής, γλυκόλογος. -
4 неласковый
επ., βρ: -ков, -а, -оλόγο έυπροσήγορος- φιλόφρονας. || άστοργος, αφιλόστοργος απεχθής. -
5 обходительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноφιλόφρονας, προσηνής, ευπροσήγορος, πρόσχαρος• καλόδεχτος, καλοδεχούμενος. -
6 учтивый
επ., βρ: -тив, -а, -оφιλόφρονας, περιποιητικός, ευπροσήγορος, ευγενής. || σεβαστός, σεπτός•-ке слова σεπτά λόγια•
с -вым тоном με σεβαστό τόνο.
-
7 экспансивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно; διαχυτικός• ανοιχτόκαρδος• ευπροσήγορος.
См. также в других словарях:
εὐπροσήγορος — easy of address masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπροσήγορος — η, ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, ον) αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός. επίρρ... ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως) με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ ήγορος] … Dictionary of Greek
ευπροσήγορος — η, ο ο γλυκομίλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπροσηγορώτατον — εὐπροσήγορος easy of address masc acc superl sg εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόρως — εὐπροσήγορος easy of address adverbial εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσήγορον — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc sg εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόροις — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόροισιν — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόρους — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσήγορα — εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσήγοροι — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)