-
1 скромный
-
2 благопристойный
благопристо́йн||ыйприл κόσμιος, εὐπρεπής. -
3 достойный
достойн||ыйприл1. (заслуживающий) ἄξιος, ἐπάξιος, ἀντάξιος:\достойныйый похвалы Αξιέπαινος, ἄξιος ἐπαίνου· \достойныйый осуждения ἀξιοκατάκριτος·2. (справедливый) δίκαιος, ἄξιος:3. (почтенный) ἀξιοπρεπής, εὐπρεπής:\достойныйый человек ὁ ἀξιοπρεπής ἄνθρωπος. -
4 корректный
корректныйприл εὐπρεπής, κόσμιος, εὐγενής. -
5 приличный
прилич||ныйприл1. εὐπρεπής, κόσμιος / ἀρμόζων, πρέπων (подобающий)·2. (достаточно хороший) разг ἀρκετά καλός, ἀνθρωπινός, τής ἀνθρωπιᾶς / ὑποφερτός (сносный):\приличныйный костюм κοστούμι τής ἀνθρωπιάς. -
6 пристойный
пристойныйприл κόσμιος, εὐπρεπής, εὔκοσμος. -
7 корректный
[καρριέκτνυϊ] εκ. ευπρεπής, κόσμιος -
8 пристойный
[πριστόϊνυϊ] επ. ευπρεπής, κόσμιος -
9 корректный
[καρριέκτνυϊ] επ ευπρεπής, κόσμιος -
10 пристойный
[πριστόϊνυϊ] επ ευπρεπής, κόσμιος -
11 благопристойный
επ., βρ: -стоен, -стоина, -стойноπαλ. κόσμιος, εϋκοσμος, ευπρεπής, σεμνός, ευσχήμονας. -
12 благочинный
επ.1. (γραπ. λόγος) ευπρεπής, ευσχήμονας, κόσμιος.2. ουσ. (εκκλσ,) τοποτηρητής επισκόπου, κληρικός επίτροπος, πρωτεφημέριος, έξαρχος. -
13 добропорядочный
επ., Βρ: -чен, -чна, -чноευπρεπής, εύτακτος• ευπρόσωπος. -
14 корректный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноευπρεπής, κόσμιος•-ое поведение κοσμία διαγωγή.
-
15 лояльный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. νομιμόφρονας, νομοταγής.2. ευπρεπής. -
16 презентабельный
επ., βρ: -лен, -льна, -оεμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, ευπρεπής, εύκοσμος, εύσχημος. -
17 прилизанный
επ. από μτχ.(για κόμη) λείος. || ευπρεπής, κόσμιος. || μτφ. ομαλός,ίσος. -
18 приличный
επ., βρ: приличный чен-чна, -чно.1. ευπρεπής το ήθος, κόσμιος, ευσχήμονας, ευ-συμπερίφορος• κομιλφό.2. παλ. αρμόζων, προσήκων.3. εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος. -
19 пристойный
επ., βρ: -стоен, -стоина, -оευπρεπής, εύκοσμος• πρεπούμενος, που αρμόζει, που ταιριάζει. || παλ. βολικός, κατάλληλος. -
20 скромный
επ., βρ: -мен, -мна, -мно.1. σεμνός, κόσμιος, ευπρεπής, σεμνοπρεπής. || μετριόφρονας, ταπεινός, ταπεινόφρονας.2. λιτός• πενιχρός. || απλός, συνηθισμένος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐπρεπής — well looking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπρεπής — ές (ΑΜ εὐπρεπής, ές) 1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος 2. ευγενικός, κόσμιος μσν. μεγαλοπρεπής, λαμπρός αρχ. 1. ένδοξος, επιφανής 2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ευπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει άψογη εξωτερική εμφάνιση. 2. αυτός που συμφωνεί με τους καλούς τρόπους, ευγενής, κόσμιος: Ευπρεπής συμπεριφορά (αντίθ. απρεπής) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπρέπης — εὐπρεπέω to be seemly imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπῆ — εὐπρεπής well looking neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐπρεπής well looking masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐπρεπής well looking masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπέστερον — εὐπρεπής well looking adverbial comp εὐπρεπής well looking masc acc comp sg εὐπρεπής well looking neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπεστάτων — εὐπρεπής well looking fem gen superl pl εὐπρεπής well looking masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπεστέρων — εὐπρεπής well looking fem gen comp pl εὐπρεπής well looking masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπέα — εὐπρεπής well looking neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐπρεπής well looking masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπές — εὐπρεπής well looking masc/fem voc sg εὐπρεπής well looking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρεπέστατα — εὐπρεπής well looking adverbial superl εὐπρεπής well looking neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)