-
1 ευλύγιστος
-
2 εὐλύγιστος
-
3 εὐλύγιστος
A flexible, EM530.56, Eust.73.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐλύγιστος
-
4 ευλύγιστος
η, ο [ος, ον ]1) прям. трен, гибкий; 2) податливый (о материале); 3) манёвренный;ευλύγιστοςή πολιτική — гибкая политика;
4) ловкий, изворотливый;5) непостоянный (о характере); беспринципный (о человеке) -
5 ευλύγιστος
[евлигистос] εκ. гибкийΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευλύγιστος
-
6 ευλύγιστος
[евлигистос] επ гибкий. -
7 εὐλύγιστος
-
8 ευλύγιστος
flexible -
9 ευλύγιστος
1) elastyczny przym.2) gibki przym.3) giętki przym. -
10 ευλύγιστος
1) flexibilní2) ohebný3) poddajný -
11 ευλύγιστος
1) flexible2) pliantΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευλύγιστος
-
12 гибкий Ιγκίπκίί/][/*] εκ. ευλύγιστος
[γκίμπνουτ'] ρ. χάνομαιРусско-греческий новый словарь > гибкий Ιγκίπκίί/][/*] εκ. ευλύγιστος
-
13 гибкий Ιγκίπκίί][/*] επ ευλύγιστος
[γκίμπνουτ'] ρ χάνομαιРусско-эллинский словарь > гибкий Ιγκίπκίί][/*] επ ευλύγιστος
-
14 flexible
ευλύγιστος -
15 flexibilní
ευλύγιστος -
16 ohebný
ευλύγιστος -
17 poddajný
ευλύγιστος -
18 pliant
ευλύγιστος -
19 elastyczny
ευλύγιστος -
20 gibki
ευλύγιστος
См. также в других словарях:
εὐλύγιστος — flexible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλύγιστος — η, ο (Μ εὐλύγιστος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που λυγίζει, που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος («ευλύγιστα κλαριά») 2. (για μέλη τού σώματος) ευκίνητος, εύκαμπτος νεοελλ. (για τον χαρακτήρα) ευμετάβλητος, άστατος («ευλύγιστη συνείδηση»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ευλύγιστος — η, ο αυτός που λυγίζει εύκολα, εύκαμπτος, λυγερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐλύγιστον — εὐλύγιστος flexible masc/fem acc sg εὐλύγιστος flexible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλυγίστους — εὐλύγιστος flexible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλύγιστα — εὐλύγιστος flexible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αγώγιμος — η, ο (Α ἀγώγιμος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με αγωγή) 2. αυτός που έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τη θερμότητα ή τον ηλεκτρισμό αρχ. (για πρόσωπα) 1. αυτός … Dictionary of Greek
βεργολυγερός — ή, ό και βεργόλυγος, η, ο (για πρόσωπα) λεπτός και λυγερός, ευλύγιστος σαν βέργα … Dictionary of Greek
γναμπτός — γναμπτός, ή, όν (Α) [γνάμπτω] 1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῑς ἀγκίστροισιν») 2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῑσι μέλεσι» στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη) 3. ευμετάβολος («νόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι») … Dictionary of Greek
επικαμπής — ές (AM ἐπικαμπής) [επικάμπτω] καμπύλος, γωνιώδης, κυρτός, γυριστός αρχ. 1. ευλύγιστος. επίρρ... ἐπικαμπῶς (AM) καμπυλωτά, κυρτά … Dictionary of Greek