-
1 ευγενής
[эвгенис] επ. благородный, вежливый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευγενής
-
2 благородный
ευγενής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > благородный
-
3 благородный
благородный ευγενής ◇ \благородныйе металлы τα ευγενή (или πολύτιμα) μέταλλα* * *••благоро́дные мета́ллы — τα ευγενή ( или πολύτιμα) μέταλλα
-
4 вежливый
-
5 благородный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно1. ευγενής (την καταγωγή)•пансион -ых девиц πανσιόν ευγενών νεανίδων.
2. ευγενικός, γενναιόφρονας•благородный поступок ευγενική πράξη.
ουσ. ευγενής.εκφρ.- ые металлы – ευγενή μέταλλα. -
6 сёмга
зоол. о (ευγενής) σολομός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сёмга
-
7 благородный
благород||ныйприл εὐγενής, εὐγενικός, γενναιόφρονας [-ων]:\благородный поступок ἡ ευγενική πράξη; ◊ \благородный металл τό εὐγενές Μ**«αλλο[ν], τό πολύτιμο[ν] μέταλλο[ν].. -
8 вежливый
вежлив||ыйприл εὐγενής, εὐγενικός, λεπτός τους τρόπους. -
9 воспитанный
воспи́т||анный1. прич. от воспитать·2. прил καλοαναθρεμμένος, εὐγενής, ἄνθρωπος καλής συμπεριφοράς. -
10 галантный
гала́нтн||ыйприл ἀβρός, ἀβρόφρων, εὐγενής, γαλάντης. -
11 дворянин
двор||янинм ὁ εὐγενής, ὁ εὐπατρίδης. -
12 знатный
знатныйприл1. (о выдающихся людях) διάσημος, διαπρεπής, διακεκριμένος:\знатный сталевар διακεκριμένος χύτης·2. уст. (принадлежащий к знати) εὐγενής, εὐπατρίδης, ἀριστοκρατικός:\знатный род γένος εὐγενών, ἀριστοκρατική οίκογέ-νεια. -
13 корректный
корректныйприл εὐπρεπής, κόσμιος, εὐγενής. -
14 обходительный
обходительн||ыйприл εὐπροσήγορος, φιλόφρων (приветливый)/ εὐγενής, λεπτός (любезный). -
15 родовитый
родовитыйприл ἀρχοντικής καταγωγής, εὐγενής. -
16 благородный
[μπλαγκαρόντνυϊ] επ. ευγενής -
17 дворянин
[ντβαργιανίν] ουα. α. ευγενής -
18 обходительный
[απχαντίτιλ'νυΐ] εκ. φιλόφρων, λεπτός ευγενής -
19 благородный
[μπλαγκαρόντνυϊ] επ ευγενής -
20 дворянин
[ντβαργιανίν] ουα. α ευγενής
См. также в других словарях:
εὐγενῆς — εὐγενής well born masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐγενής well born masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενής — well born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐγένης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… … Dictionary of Greek
ευγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ο λεπτός στους τρόπους, αλλ. ευγενικός. 2. μτφ., για μέταλλα, αυτός που έχει αξία: Ευγενή μέταλλα (χρυσός, πλατίνα, άργυρος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐγενῆ — εὐγενής well born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐγενής well born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐγενής well born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενέστερον — εὐγενής well born adverbial comp εὐγενής well born masc acc comp sg εὐγενής well born neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενεστάτω — εὐγενής well born masc/neut nom/voc/acc superl dual εὐγενής well born masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενεστάτων — εὐγενής well born fem gen superl pl εὐγενής well born masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενεστέρων — εὐγενής well born fem gen comp pl εὐγενής well born masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενεῖ — εὐγενής well born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐγενής well born masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)