-
1 ετερόπους
(-οδός), ους, ουν хромой, одноногий -
2 ετεροσκελής
ης, ες1) см. ετερόπους; 2):ετεροσκελής ισολογισμός — бухг, а) баланс денежных доходов или расходов; — б) пассивный баланс
См. также в других словарях:
ἑτερόπους — with uneven feet masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόπους — ουν (ΑΜ ἑτερόπους, ουν) αυτός που έχει πόδια τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μήκος ή το σχήμα, ο χωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πους (< πους) πρβλ. δί πους] … Dictionary of Greek
ἑτερόποδα — ἑτερόπους with uneven feet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόποδες — ἑτερόπους with uneven feet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
ετεροποδία — η [ετερόπους] ιατρ. η διαφορά μεταξύ τών δύο ποδιών κατά το μήκος ή κατά το σχήμα … Dictionary of Greek
ετεροποδώ — ἑτεροποδῶ έω, (Α) [ετερόπους] χωλαίνω, κουτσαίνω στο ένα πόδι («ἑτεροποδοῡντες ἵπποι») … Dictionary of Greek
ετεροσκελής — ές (ΑΜ ἑτεροσκελής, ές) νεοελλ. μσν. (για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο ανισοσκελής, ο ετερόπους, ο χωλός, ο κουτσός νεοελλ. φρ. «ετεροσκελής ισολογισμός» α) ο ισολογισμός που περιέχει μόνο το κεφάλαιο τών εσόδων ή τών … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek