-
41 κλύσμα
κλύσμα, τό, 1) die Flüssigkeit, mit welcher abgespült, abgewaschen wird, bes. Wund- od. Heilwasser, mit welchem eine Wunde ausgewaschen, ein verletztes Glied gebäht wird, Medic; – auch das Klystier, Her. 2, 87. – In obsc. Sinne, = καταπύγων u. ἑταίρα, Poll. 6, 126. 7, 39. – 2) der Ort, wo die Wellen anspülen, Brandung; Plut. Caes. 52; Luc. D. Mar. 6, 3 Navig. 8. – Auch ein Ort, in welchem ausgetretenes Meer- od. Flußwasser sich sammelt, aestuarium. – S. nom. pr.
-
42 διά-μιτρος
διά-μιτρος, mit einer Mitra umwunden, ἑταίρα Poll. 4, 151.
-
43 ἑταιρίς
-
44 ἑταιρίζω
ἑταιρίζω, ep. ἑταρίζω, 1) ein ἑταῖρος sein, sich Einem zugesellen, ihm beistehen, ἀνδρί Il. 24, 335; Gefährtinn, Geleiterinn sein, H. h. Ven. 96. – Med. sich Einen zum Gefährten wählen, ihm sich zugesellen, ἤ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο, ἢ πειρήσαιτο καὶ οἶος Il. 13, 456; Callim. Dian. 206. - 2) eine Buhlerinn sein, das Gewerbe der ἑταίρα treiben, Luc. D. Meretr. 8, 2; im med., Ath. XIII, 593 b; auch vom Manne, μετά τινος, Schol. Ar. Th. 254; Poll. 6, 188.
-
45 ἑταιρίδιον
ἑταιρίδιον, τό, dim. zu ἑταίρα, Plut. reip. ger. pr. 13 u. a. Sp.
-
46 ἕταρος
-
47 επιμισθις
-
48 καταφλεξιπολις
(sc. ἑταίρα Anth.)
-
49 χλιδανος
-
50 куртизанка
куртизанкаж ἡ ἐταίρα. -
51 ἑταίρος
ὁ ἑταίρος товарищ, друг (ср. ἡ ἑταίρα гетера) -
52 εταίρ'
-
53 ἑταῖρ'
-
54 εταίραι
-
55 ἑταῖραι
-
56 εταιράν
-
57 ἑταιρᾶν
-
58 εταιρών
ἑταίραfem gen pl (ionic)ἑταιρέωkeep company with: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
59 ἑταιρῶν
ἑταίραfem gen pl (ionic)ἑταιρέωkeep company with: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
60 εταράν
См. также в других словарях:
ἑταίρα — ἑταίρᾱ , ἑταίρα fem nom/voc/acc dual (ionic) ἑταίρᾱ , ἑταίρα fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταίρᾳ — ἑταίρᾱͅ , ἑταίρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταίρα — Κατά την αρχαιότητα η λέξη σήμαινε –όπως και σήμερα– τη γυναίκα των ελευθερίων ηθών, η οποία εμπορεύεται τα θέλγητρά της. Στην Αθήνα, οι ε. αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία ελεύθερων γυναικών. Εκτός από το κάλλος, διέθεταν γενικά μια ανεπτυγμένη… … Dictionary of Greek
εταίρα — η γυναίκα κοινή, πόρνη, παλλακίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑταίρας — ἑταίρᾱς , ἑταίρα fem acc pl (ionic) ἑταίρᾱς , ἑταίρα fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταίραι — ἑταίρᾱͅ , ἑταίρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταίραν — ἑταίρᾱν , ἑταίρα fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτάραι — ἑταίρα fem nom/voc pl (epic) ἑτάρᾱͅ , ἑταίρα fem dat sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιμαίθα — Εταίρα από τα Μέγαρα. Επειδή κάποτε την άρπαξαν μερικοί μεθυσμένοι νεαροί Αθηναίοι, οι Μεγαρείς για να εκδικηθούν, άρπαξαν με τη σειρά τους δύο εταίρες φίλες της Ασπασίας του Περικλή, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στους Αθηναίους και… … Dictionary of Greek
ἑταιρᾶν — ἑταίρα fem gen pl (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρῶν — ἑταίρα fem gen pl (ionic) ἑταιρέω keep company with pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)