-
21 баланс
баланс 1-а α.1. ισορροπία, -όπιση.2. (οίκον.) ισοζύγιο, ισολογισμός•годовой баланс ετήσιος ισολογισμός•
составлять баланс φτιάχνω τον ισολογισμό.
εκφρ.активный баланс – ενεργητικός ισολογισμός•пассивный баланс – παθητικός ισολογισμός.баланс 2-а α. ξυλεία για χαρτί. -
22 годичный
επ.χρονιάτικος, ετήσιος•годичный отпуск χρονιάτικη άδεια•
годичный срок προθεσμία ενός χρόνου•
годичный план χρονιάτικο πλάνο•
годичный отчет ο χρονιάτικος απολογισμός.
εκφρ.-ые кольца ή слой – ετήσιοι δάκτυλοι κορμού δέντρου (σαν μέσο εκτίμησης της ηλικίας αυτού). -
23 годовой
επ.χρονιάτικος, ετήσιος•годовой доход ετήσιο έσοδο•
годовой отчет χρονιάτικος απολογισμός•
-ая оценка γενικός σχολικός βαθμός•
годовой план χρονιάτικο πλάνο.
|| παλ. βλ. годовалый. -
24 ежегодный
επ.χρονιάτικος, ετήσιος. -
25 отчёт
-а α.1. απολογισμός• έκθεση• отчёт πέ•отчёт ред избирателями απολογισμός μπροστά στους εκλογείς•
финансовый отчёт οικονομικός απολογισμός•
отчёт местного комитета απολογισμός της τοπικής επιτροπής•
годичный отчёт ετήσιος απολογισμός.
2. απολογία•дать отчёт в своих дист-виях, поступках απολογούμαι για τις ενέργειες μου, τις πράξεις μου.
εκφρ.дать (давить) себе отчёт – έχω γνώση (επίγνωση)• έχω συναίσθηση, συνείδηση•взять под отчёт – παίρνω με απόδοση λογαριασμού. -
26 погодный
-
27 цикл
-а α.ο κύκλος•годовой цикл движения земли ο ετήσιος κύκλος της κίνησης της γης•
цикл переменного тока ο κύκλος του εναλλασσόμενου ρεύματος•
цикл двигателя внутреннего сгорания ο κύκλος του κινητήρα εσωτερικής καύσης•
производительный цикл ο παραγωγικός κύκλος•
цикл лекций κύκλος (σειρά) διαλέξεων.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐτήσιος — lasting a year masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετήσιος — α, ο (ΑΜ ἐτήσιος, ον, Α ιων. τ. ἐτήσιος, ία ( ίη), ον) [έτος] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος («πένθος ἐτήσιον», Ευρ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», Θουκ.) νεοελλ. (για μισθό, εισοδήματα κ.λπ.) ο ενός … Dictionary of Greek
ετήσιος — α, ο 1. αυτός που γίνεται με τη συμπλήρωση έτους: Ετήσιο μνημόσυνο. 2. που διαρκεί ένα έτος: Η θητεία των μελών του συμβουλίου είναι ετήσια. 3. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο: Ετήσιες εξετάσεις. 4. αυτός που παρέχεται για όλο το χρόνο, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐτησίως — ἐτήσιος lasting a year adverbial ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήσιον — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc sg ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίοις — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίου — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίους — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίων — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίῳ — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήσια — ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)