-
1 ετησιος
-
2 ετήσιος
-
3 ετήσιος
[этисиос] επ ежегодный, годовой. -
4 διετησιος
-
5 επετησιος
-
6 προστασια
ἥ1) (руко)водительство, руководство(τοῦ δήμου Thuc.)
2) власть, полномочия(ἥ ἐτήσιος π. Thuc.)
3) авторитет(ность), важность, великолепие, пышность(βασιλική Polyb.)
4) клика Dem.5) (лат. patronatus) патронат, покровительство Plut.6) (v. l. προστασιά) передняя площадка, наружный двор(ἥ π. τῆς Καδμείας Aeschin.)
-
7 προϋπολογισμός
ο1) бюджет;ο κρατικός προϋπολογισμός — государственный бюджет;
χρηματοδοτούμαι απ' τον προϋπολογισμό быть на государственном бюджете;δεν το επιτρέπει ο προϋπολογισμός μου — мой бюджет не позволяет;
2) предварительный подсчёт;3) смета;κάνω προϋπολογισμό — составлять смету;
ο ετήσιος προϋπολογισμός τού Ινστιτούτου — годовая смета института
См. также в других словарях:
ἐτήσιος — lasting a year masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετήσιος — α, ο (ΑΜ ἐτήσιος, ον, Α ιων. τ. ἐτήσιος, ία ( ίη), ον) [έτος] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος («πένθος ἐτήσιον», Ευρ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», Θουκ.) νεοελλ. (για μισθό, εισοδήματα κ.λπ.) ο ενός … Dictionary of Greek
ετήσιος — α, ο 1. αυτός που γίνεται με τη συμπλήρωση έτους: Ετήσιο μνημόσυνο. 2. που διαρκεί ένα έτος: Η θητεία των μελών του συμβουλίου είναι ετήσια. 3. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο: Ετήσιες εξετάσεις. 4. αυτός που παρέχεται για όλο το χρόνο, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐτησίως — ἐτήσιος lasting a year adverbial ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήσιον — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc sg ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίοις — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίου — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίους — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίων — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίῳ — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήσια — ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)