-
1 неверный
неверный εσφαλμένος, λαθεμένος, όχι σωστός· ανακριβής (неточный)* * *εσφαλμένος, λαθεμένος, όχι σωστός; ανακριβής ( неточный) -
2 неправильный
неправильный ανώμαλος* λαθεμένος, εσφαλμένος (ошибочный)' ανακριβής (неточный)* * * -
3 ошибочно
εσφαλμένα, κατά λάθος, από λάθος-ость το λάθος, η ανακρίβεια-ый λανθασμένος, εσφαλμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ошибочно
-
4 неверный
неверн||ыйприл1. (ошибочный, неправильный) ἀνακριβής, ἐσφαλμένος, λαθεμένος·2. (вероломный) ἄπιστος, κακόπιστος, δόλιος·3. (нетвердый) ἄστατος:\неверныйая походка τό ἀσταθές βάδισμά \неверныйая рука τό ἀσταθές χέρι· ◊ Фома \неверныйый ὁ ἄπιστος Θωμάς. -
5 неправый
неправ||ыйприл ἄδικος, ἐσφαλμένος; вы \неправыйы ἐχετε ἄδικο. -
6 неточный
неточн||ыйприл ἀνακριβής, ἐσφαλμένος:\неточныйое выражение ἡ ἀκυριολεξία· \неточныйая копия τό ἀνακριβές ἀντίτυπο. -
7 ошибочный
оши́бочн||ыйприл σφαλερός, ἐσφαλμένος, λαθεμένος:\ошибочныйое решение ἡ λαθεμένη ἀπόφαση· \ошибочныйое мнение ἡ ἐσφαλμένη γνώμη· \ошибочный шаг τό στραβοπάτημα -
8 порочный
пороч||ныйприл1. διεφθαρμένος, ἀκόλαστος, φαῦ-λος·2. черен. λανθασμένος, ἐσφαλμένος:\порочныйный метод ἡ ἐλαττωματική μέθοδος· ◊ \порочныйный круг ὁ φαῦλος κύκλος. -
9 превратный
превра́тн||ыйприл1. (ложный) σφαλερός,, στραβός, ἐσφαλμένος:иметь \превратныйое представление о чем-л. Εχω ἐσφαλμένη ίδέα γιά κάτι·2. (изменчивый) ἀστατος, ἀσταθής, εὐμετάβλητος. -
10 неточный
[νιτότσνυϊ] επ. ανακριβής, εσφαλμένος -
11 неточный
[νιτότσνυϊ] επ ανακριβής, εσφαλμένος -
12 завиральный
επ.ψεύτικος, ψευδής, εσφαλμένος• ανόητος•-ые мысли ανόητες σκέψεις.
-
13 исковерканный
επ. από μτχ.1. τσακισμένος, παραμορφωμένος.2. ανακριβής, εσφαλμένος, διαστρεβλωμένος. || διεφθαρμένος (ηθικά), κακοήθης. -
14 ложный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. ψεύτικος, ψευδής•-ое свидетельство ψευδομαρτυρία.
2. πλαστός, προσποιητός, τεχνητός•-ая скромность προσποιητή σεμνότητα, η σεμνοτυφία.
3. λαθεμένος, εσφαλμένος, πεπλανημένος, ανακριβής.εκφρ.- ое положение – ψεύτικη ή αβέβαιη κατάσταση•в -ом свете – με ψεύτικη αληθοφάνεια, διαστρεβλωμένα•ложный шаг – άστοχη ενέργεια•идти по -ому пути – δε βαδίζω σωστά, ακολουθώ εσφαλμένη οδό. -
15 неверный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. άπιστος•неверный друг άπιστος φίλος•
неверный муж άπιστος σύζυγος.
|| ασταθής, άστατος, ευμετάβλητος•-рен своему слову δεν κριατά το λόγο του.
2. παλ. δύσπιστος•неверный взгляд βλέμμα δυσπιστίας.
3. εσφαλμένος, ανακριβής, λαθεμένος•неверный вывод εσφαλμένο συμπέρασμα•
-ая мысль λαθεμένη, σκέψη.
|| ψεύτικος, μη σωστός•неверный счёт ψεύτικος λογαριασμός.
|| απρεπής, ανάρμοστος, μη ενδεδειγμένος•брать неверный тон в разговоре παίρνω ανάρμοστο τόνο στη συνομιλία.
4. διαφορετικός, άλλος αντί άλλου. || ανακριβής, πλημμελής, άστοχος, σφαλερός, σφαλτός. || φάλτσος•-ая нота το φάλτσο (φωνής, ήχου)..
5. ασταθής•-ые шаги ασταθή βήματα.
6. παλ. αβάσιμος, παρακινδυνεμένος•-ое дело μη σίγουρη υπόθεση (παρακινδυνεμένη).
|| ευμετάβλητος, μη σταθερός.7. (για φως, ακτίνες κ.τ.τ.) αδύνατος, θαμπός, τρεμάμενος.8. ως ουσ. άπιστος•идти войною на -ых πηγαίνω να πολεμήσω τους άπιστους.
εκφρ.фома неверный – άπιστος Θωμάς. -
16 некорректный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. απρεπής, αγενής.2. εσφαλμένος, λαθεμένος•-ая комбинация λαθεμένος συνδυασμός.
-
17 неправильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. μη σωστός αντικανονικός, ανώμαλος• μη φυσιολογικός•-ое развитие организма μη φυσιολογική ανάπτυξη του οργανισμού.
|| επιλήψιμος, επίμεμπτος• καταχρηστικός, παράτυπος.2. αναληθής, ανακριβής• λαθεμένος, εσφαλμένος•расчт λαθεμένος λογαριασμός•
-ое суждение εσφαλμένη κρίση•
-ая точка зрения λαθεμένη άποψη.
|| άδικος•-ое обвинение άδικη κατηγορία.
εκφρ.- ые глаголы – ανώμαλα ρήματα•- ая дробь – (μαθ.) καταχρηστικό ή νόθο κλάσμα. -
18 несправедливый
επ., βρ: -лив, -а, -оάδικος•несправедливый человек άδικος άνθρωπος•
несправедливый приговор άδικη καταδίκη.
|| μη σωστός, εσφαλμένος, λαθεμένος•-ое мнение μη σωστή γνώμη.
-
19 неточный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. μη ακριβής•неточный подсчёт μη ακριβής υπολογισμός.
2. ανακριβής, εσφαλμένος, λαθεμένος•-ое выражение εσφαλμένη έκφραση.
-
20 оплошный
επ. βρ: -шен, -шна, -шноπαλ. λαθεμένος, εσφαλμένος. || λαθεύσας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εσφαλμένος — η, ο μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. σφάλλω*. επίρρ... εσφαλμένως και α (ΑΜ ἐσφαλμένως) κατά λάθος, λανθασμένα, παράλογα, κακώς … Dictionary of Greek
ἐσφαλμένος — σφάλλω make to fall perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταπεξέρχομαι — εσφαλμένος τ. αντί του αντεπεξέρχομαι* … Dictionary of Greek
αποθανατίζω — εσφαλμένος τύπος αντί του απαθανατίζω … Dictionary of Greek
παραλογισμός — ό, ΝΜΑ [παραλογίζομαι] εσφαλμένος τρόπος τού συλλογίζεσθαι, εσφαλμένος συλλογισμός νεοελλ. μσν. (φιλοσ.) αθέλητη παραβίαση τών νόμων και τών κανόνων τής λογικής που στερεί τον συλλογισμό από κάθε αποδεικτική δύναμη και οδηγεί σε εσφαλμένα… … Dictionary of Greek
σφάλλω — σφάλλω, έσφαλα, εσφαλμένος βλ. πίν. 233 Σημειώσεις: σφάλλω : η μτχ. εσφαλμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που περιέχει σφάλμα, λαθεμένος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek