-
1 влюбляться
влюблятьсянесов (в кого-л.) ἐρωτεύομαι:\влюбляться по уши разг ἐρωτεύομαι τρελ-λά, ἐρωτεύομαι παράφορα. -
2 влюбиться
-
3 врезать
вре/ зать, вреза/тьврежу, врежешь ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα εγκόπτοντας•врезать замок в дверь βάζω εσωτερική κλειδαριά στην πόρτα.
2. μτφ. τυπώνω, βάζω (στο μυαλό, νου, μνήμη).1. κόβοντας, σχίζοντας μπαίνω μέσα, μπήγομαι, χώνομαι μέσα•лодка -лась в песок η βάρκα κόλλησε στον άμμο.
2. εισβάλλω, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•конница -лась в неприятельскую пехоту το ιππικό εισέδυσε στο εχθρικό πεζικό.
3. μτφ. τυπώνομαι (στο μυαλό, νου, μνήμη).4. (απλ.) ερωτεύομαι•врезать по уши ερωτεύομαι τρελλά, είμαι φοβερά ερωτοχτυπημένος.
-
4 любить
люблю, -любишь, μτχ. ενστ. любящий; παθ. μτχ. ενστ. любимый, βρ: -бим, -а, -оρ.δ. μ. αγαπώ•любить мать αγαπώ τη μάνα•
любить Родину αγαπώ την πατρίδα.
|| ερωτεύομαι. || αρέσω•я -блю музыку αγαπώ τη μουσική, μου αρέσει η μουσική•
я жить -блю θέλω να ζήσω.
|| χρειάζομαι, έχω ανάγκη•цветы -ят воду τα λουλούδια αγαπούν το νερό.
αγαπιέμαι, ερωτεύομαι•он с ней -ится уже третий год αυτοί αγαπιούνται πριν από τρία χρόνια.
-
5 увлечь
увлеку, увлечшь, увлекут, παρλθ. χρ. увлк, увлекла-ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увлеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. τραβώ, σύρω, έλκω• βγάζω, εξάγω• παρασύρω.2. μτφ. απορροφώ, απασχολώ ολοκληρωτικά. || μτφ. γοητεύω, θέλγω, μαγεύω, σαγηνεύω.3. μτφ. ερωτεύομαι,.1. έλκομαι, τραβιέμαι.2. επιδίδομαι ολόψυχα, αφοσιώνομαι, απορροφούμαι. || ενθουσιάζομαι.3. ερωτεύομαι. -
6 увлечь
увлечь παρασέρνω, τραβώ \увлечься 1) ενδιαφέρομαι* ενθουσιάζομαι 2) (влюбиться ) ερωτεύομαι* * *παρασέρνω, τραβώ -
7 увлечься
1) ενδιαφέρομαι; ενθουσιάζομαι2) ( влюбиться) ερωτεύομαι -
8 возгораться
возгоратьсянесов книжн. прям., перен ἀναφλέγομαι, φουντώνω, ἀνάβω:\возгораться любовью φλέγομαι ἀπό ἐρωτα, ἐρωτεύομαι. -
9 воспылать
воспылатьсов· φλέγομαι, ἀναφλέγομαι, ἀνάβω, φλογίζομαι:\воспылать гневом ἀνάβω ἀπό θυμό, παραφέρομαι, γίνομαι ἐξω φρενών \воспылать любовью ἐρωτεύομαι φλογερά. -
10 увлекаться
увлекать||ся1. ἐνδιαφέρομαι, μέ τραβἄ κάτι, μέ ἐλκύει κάτι/ παρασύρομαι, συναρπάζομαι (при рассказе, игре и т. п.):\увлекатьсяся театром, музыкой μέ ἐλκύει τό θέατρο, μέ ἐλκύει ἡ μουσική·2. (кем-л.) ἐρωτεύομαι. -
11 fall
[fo:l] 1. past tense - fell; verb1) (to go down from a higher level usually unintentionally: The apple fell from the tree; Her eye fell on an old book.) πέφτω2) ((often with over) to go down to the ground etc from an upright position, usually by accident: She fell (over).) πέφτω3) (to become lower or less: The temperature is falling.) πέφτω4) (to happen or occur: Easter falls early this year.) `πέφτω`5) (to enter a certain state or condition: She fell asleep; They fell in love.) περιέρχομαι σε μία κατάσραση(αποκοιμιέμαι,ερωτεύομαι κλπ.)6) ((formal: only with it as subject) to come as one's duty etc: It falls to me to take care of the children.) λαχαίνω2. noun1) (the act of falling: He had a fall.) πτώση,πέσιμο2) ((a quantity of) something that has fallen: a fall of snow.) πτώση3) (capture or (political) defeat: the fall of Rome.) πτώση4) ((American) the autumn: Leaves change colour in the fall.) φθινόπωρο•- falls- fallout
- his
- her face fell
- fall away
- fall back
- fall back on
- fall behind
- fall down
- fall flat
- fall for
- fall in with
- fall off
- fall on/upon
- fall out
- fall short
- fall through -
12 fall for
1) (to be deceived by (something): I made up a story to explain why I had not been at work and he fell for it.) χάβω2) (to fall in love with (someone): He has fallen for your sister.) ερωτεύομαι -
13 fall in love (with)
(to develop feelings of love and sexual attraction (for): He fell in love with her straightaway.) ερωτεύομαι -
14 fall in love (with)
(to develop feelings of love and sexual attraction (for): He fell in love with her straightaway.) ερωτεύομαι -
15 влюбляться
[βλγιουμπλγιάτσα] ρ. ερωτεύομαι -
16 влюбляться
[βλγιουμπλγιάτσα] ρ ερωτεύομαι -
17 амурничать
ρ.δ. (παλ. κ. απλ.) ασχολούμαι με ερωτοδουλειές, ερωτεύομαι. -
18 вздыхать
ρ.δ.1. ανασαίνω, αναπνέω.2. θλίβομαι, στενοχωριέμαι. || ερωτεύομαι, αγαπιέμαι, είμαι ερωτευμένος•он давно -ет по ней από καιρό αυτός την αγαπάει.
-
19 влюбить
-блю, -бишь ρ.σ.μ.κάνω κάποιον ν’ αγαπήσει, να ερωτευτεί•ей удалось влюбить его в свою дочь αυτή κατόρθωσε να τον κάνει ν’ αγαπήσει τη θυγατέρα της.
ερωτεύομαι•он -лся в нее αυτός την ερωτεύτηκε.
|| επιδίδομαι με πάθος•он -лся в скрипку αυτός ερωτεύτηκε το βιολί.
-
20 втюриться
ρ.σ. (απλ.)1. πέφτω μέσα•втюриться в грязь πέφτω στη λάσπη.
2. ερωτεύομαι, μπλέκομαι, νταραβερίζομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ερωτεύομαι — ερωτεύομαι, ερωτεύτηκα, ερωτευμένος βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ερωτεύομαι — (Μ ἐρωτεύομαι) [έρως] αγαπώ ερωτικά, καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα («τόν ερωτεύθηκα για τη λεβεντιά του») νεοελλ. συμπαθώ υπερβολικά, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («ερωτεύθηκα τη θάλασσα») … Dictionary of Greek
ερωτεύομαι — ερωτεύτηκα, ερωτευμένος, έχω έρωτα, αγαπώ ερωτικά, συμπαθώ κάτι πολύ: Ο γλύπτης ερωτεύτηκε το έργο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καψουρεύομαι — ερωτεύομαι κάποιον σφοδρά, συνήθως χωρίς ανταπόκριση («έμαθα ότι είναι καψουρεμένος μαζί της»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καψούρα + κατάλ. εύομαι (πρβλ. ερωτ εύομαι, ονειρ εύομαι)] … Dictionary of Greek
Mehri Edo — Studio album by Chrispa Released October 6, 2009 … Wikipedia
αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… … Dictionary of Greek
ερωτευτής — ο [ερωτεύομαι] 1. εραστής 2. λάτρης … Dictionary of Greek
ερωτοληπτώ — ἐρωτοληπτῶ, έω (Μ) [ερωτόληπτος] ερωτεύομαι … Dictionary of Greek
ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… … Dictionary of Greek
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
καρδιοσφάζομαι — (Μ) σφάζομαι στην καρδιά, ερωτεύομαι … Dictionary of Greek