-
1 ερυσίβη
ἐρυσί̱βη, ἐρυσίβηrust: fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἐρυσιβάωsuffer from rust: pres imperat act 2nd sg (doric)ἐρυσιβάωsuffer from rust: pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἐρυσιβάωsuffer from rust: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————ἐρυσί̱βῃ, ἐρυσίβηrust: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἐρυσίβη
Βλ. λ. ερυσίβη -
3 ἐρυσίβῃ
Βλ. λ. ερυσίβη -
4 ἐρυσίβη
-ης ἡ N 1 1-1-3-1-0=6 Dt 28,42; 1 Kgs 8,37; Hos 5,7; Jl 1,4; 2,25blight, mildewCf. WALTERS 1973, 77 -
5 ἐρυσίβη
A rust, in corn, Pl.R. 609a ;αὐχμοὶ καὶ ἐ. Arist.HA 553b20
: pl., Pl.Smp. 188b, X.Oec.5.18, Thphr.CP3.22.1, etc.II title of Demeter in Lydia, Et.Gud.210.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρυσίβη
-
6 ερυσίβας
ἐρυσί̱βᾱς, ἐρυσίβηrust: fem acc plἐρυσί̱βᾱς, ἐρυσίβηrust: fem gen sg (doric aeolic)ἐρυσίβᾱς, ἐρυσιβάωsuffer from rust: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
7 ἐρυσίβας
ἐρυσί̱βᾱς, ἐρυσίβηrust: fem acc plἐρυσί̱βᾱς, ἐρυσίβηrust: fem gen sg (doric aeolic)ἐρυσίβᾱς, ἐρυσιβάωsuffer from rust: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
8 ερυσίβαι
-
9 ἐρυσῖβαι
-
10 ερυσίβαι
-
11 ἐρυσίβαι
-
12 ερυσίβαις
-
13 ἐρυσίβαις
-
14 ερυσίβην
ἐρυσί̱βην, ἐρυσίβηrust: fem acc sg (attic epic ionic)ἐρυσιβάωsuffer from rust: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἐρυσιβάωsuffer from rust: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
15 ἐρυσίβην
ἐρυσί̱βην, ἐρυσίβηrust: fem acc sg (attic epic ionic)ἐρυσιβάωsuffer from rust: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἐρυσιβάωsuffer from rust: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
16 ερυσίβης
ἐρυσί̱βης, ἐρυσίβηrust: fem gen sg (attic epic ionic)ἐρυσιβάωsuffer from rust: pres ind act 2nd sgἐρυσιβάωsuffer from rust: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
17 ἐρυσίβης
ἐρυσί̱βης, ἐρυσίβηrust: fem gen sg (attic epic ionic)ἐρυσιβάωsuffer from rust: pres ind act 2nd sgἐρυσιβάωsuffer from rust: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
18 μίλτος
μίλτος, ἡ,A red earth, red ochre, ruddle, Hdt.4.191,7.69, Ar.Ec. 378, Diocl.Com.9, 10, IG22.1672.16,al., 42(1).115.19 (Epid., iv/iii B. C.), Dsc.5.96, POxy.2144.6 (iii A. D.), etc.II = ἐρυσίβη, Paus.Gr.Fr.257.III magical term for blood,μ. περιστερᾶς PMag.Lond.121.222
;μ. Τυφῶνος PMag.Leid.V.3.25
. -
19 φοινάς
-
20 ἀπερυσιβόω
A destroy by mildew, Thphr.CP5.10.3 ([voice] Pass.).2 produce mildew, ib.5.9.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερυσιβόω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ερυσίβη — και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη) μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη τού τύπου αλεξί κακος, βροντησι κέραυνος, τερψί μβροτος και εμφανίζει ως… … Dictionary of Greek
ἐρυσίβη — ἐρυσί̱βη , ἐρυσίβη rust fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐρυσιβάω suffer from rust pres imperat act 2nd sg (doric) ἐρυσιβάω suffer from rust pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐρυσιβάω suffer from rust imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσίβῃ — ἐρυσί̱βῃ , ἐρυσίβη rust fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσῖβαι — ἐρυσίβη rust fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυσιβώ — (I) ἐρυσιβῶ, άω (AM) [ερυσίβη] πάσχω από ερυσίβη («τῶν δ’ ὀσπρίων μάλιστα ἐρυσιβᾷ κύαμος», Θεόφρ.). (II) ἐρυσιβῶ, όω (AM) [ερυσίβη] 1. προσβάλλω φυτό με ερυσίβη («ὅπως μὴ ἐπικαθήμενον ὕδωρ ἐπιλαβών ὁ ἤλιος ἐρυσιβώση», Θεόφρ.) 2. μέσ. ἐρυσιβοῡμαι… … Dictionary of Greek
ερυσίβιος — ἐρυσίβιος, ὁ (Α) [ερυσίβη] (επίθ. τού Απόλλωνος στη Ρόδο) αυτός που προστατεύει τους καρπούς τών αγρών από την ερυσίβη … Dictionary of Greek
ερυσίφη — η βοτ. βλ. ερυσίβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ερυσίβη] … Dictionary of Greek
ερυσιβικός — ή, ό [ερυσίβη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ερυσίβη … Dictionary of Greek
ερυσιβώδης — ες (AM ἐρυσιβώδης, ες) [ερυσίβη] 1. αυτός που πάσχει από ερυσίβη («ερυσιβώδη άνθη») 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» για σκληρώτια τού μήκυτα laviceps purpurea … Dictionary of Greek
ἐρυσίβας — ἐρυσί̱βᾱς , ἐρυσίβη rust fem acc pl ἐρυσί̱βᾱς , ἐρυσίβη rust fem gen sg (doric aeolic) ἐρυσίβᾱς , ἐρυσιβάω suffer from rust imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ржа — ж., народн. аржа, иржа (см. Шахматов, Очерк 233 и след.), укр. ржа, iржа, блр. iржа, ст. слав. ръжда ἰός (Супр.), болг. ръжда (Младенов 565), сербохорв. р̀ђа, словен. rjà, rǝjà, чеш. rez, др. чеш. rzě, слвц. hrdza, польск. rdza, в. луж. zerz,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера