-
1 конструктивный
конструктивный εποικοδομητικός \конструктивныйое предложение η εποικοδομητική πρόταση* * *конструкти́вное предложе́ние — η εποικοδομητική πρόταση
-
2 конструктивный
конструкти́вн||ыйприл ἐποικοδομητικός:\конструктивный план τό ἐποικοδομητικό σχέδιο· \конструктивныйое предложение ἡ ἐποικοδομητική πρόταση [-ις]. -
3 конструктивный
[κανστρουκτίβνυϊ] εκ. εποικοδομητικός -
4 конструктивный
[κανστρουκτίβνυϊ] επ εποικοδομητικός -
5 душеполезный
επ., βρ: -зен, -зна, -о (παλ.) ο ψυχικά ωφέλιμος, εποικοδομητικός. -
6 надстроечный
επ. (μτφ.)εποικοδομητικός ή της έποικο δόμησης•-ые явления εποικοδομητικά φαινόμενα (όχι της βάσης), κυρίως λέγεται για κοινωνικά φαινόμενα.
См. также в других словарях:
εποικοδομητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί στην εποικοδόμηση 2. εκείνος που συντελεί στη διαμόρφωση τού χαρακτήρα, στη βελτίωση τής προσωπικότητας, τής γνώσης κ.λπ. 3. αυτός που ενισχύει μια άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξένου όρου (πρβλ. γερμ.… … Dictionary of Greek
εποικοδομητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην εποικοδόμηση (βλ. λ.). 2. μτφ., που προάγει στην αρετή με τη διδασκαλία κυρίως και το παράδειγμα, ηθοπλαστικός: Εποικοδομητικά διδάγματα. 3. μτφ., που ενισχύει μία άποψη, που συντελεί στην … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάλογος — ο συνομιλία, συζήτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων: Ο διάλογος ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση υπήρξε εποικοδομητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)