-
1 ημερολόγιο(ν)
τό1) календарь;επιτραπέζιο ημερολόγιο(ν) — настольный календарь;
ημερολόγιο(ν) του τοίχου — отрывной календарь;
2) дневник; журнал (вахтенный, бортовой и т. п.);ημερολόγιο(ν) πλοίου — судовой журнал;
κρατώ ημερολόγιο(ν) — вести дневник;
3) бухгалтерская книга (приходо-расходная);4) журнал, альманах -
2 ημερολόγιο(ν)
τό1) календарь;επιτραπέζιο ημερολόγιο(ν) — настольный календарь;
ημερολόγιο(ν) του τοίχου — отрывной календарь;
2) дневник; журнал (вахтенный, бортовой и т. п.);ημερολόγιο(ν) πλοίου — судовой журнал;
κρατώ ημερολόγιο(ν) — вести дневник;
3) бухгалтерская книга (приходо-расходная);4) журнал, альманах -
3 ωρολόγι(ον)
τό1) часы;ωρολόγι(ον) της τσέπης (τού τοίχου) — карманные (стенные) часы;
επιτραπέζιο (ηλεκτρικό) ωρολόγι(ον) — настольные (электрические) часы;
ωρολόγι(ον) του χεριού — наручные часы;
ηλιακό ( — или σκιαθηρικό) ωρολόγι(ον) — солнечные часы;
ωρολόγι(ον) 6*μμου — песочные часы;
πλάκα τού ωρολόγιού — циферблат часов;
τό ωρολόγι(ον) πηγαίνει μπροστά (πίσω) — часы спешит (отстают);
τό ωρολόγι(ον) πάει καλά — часы идут точно;
2) расписание;ωρολόγιο μαθημάτων — расписание занятий;
3) церк, часослов -
4 ωρολόγι(ον)
τό1) часы;ωρολόγι(ον) της τσέπης (τού τοίχου) — карманные (стенные) часы;
επιτραπέζιο (ηλεκτρικό) ωρολόγι(ον) — настольные (электрические) часы;
ωρολόγι(ον) του χεριού — наручные часы;
ηλιακό ( — или σκιαθηρικό) ωρολόγι(ον) — солнечные часы;
ωρολόγι(ον) 6*μμου — песочные часы;
πλάκα τού ωρολόγιού — циферблат часов;
τό ωρολόγι(ον) πηγαίνει μπροστά (πίσω) — часы спешит (отстают);
τό ωρολόγι(ον) πάει καλά — часы идут точно;
2) расписание;ωρολόγιο μαθημάτων — расписание занятий;
3) церк, часослов
См. также в других словарях:
ποδοσφαιράκι — το, Ν [ποδόσφαιρο] 1. επιτραπέζιο παιχνίδι για δύο παίκτες με ξύλινα ή πλαστικά ομοιώματα ποδοσφαιριστών 2. πληθ. τα ποδοσφαιράκια λέσχη, χώρος όπου μπορεί να παίξει κανείς ποδοσφαιράκι ή άλλο επιτραπέζιο παιχνίδι … Dictionary of Greek
αβγοθήκη — και αβγουλιέρα, η 1. μικρό επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα μικρού ποτηριού με πόδι, όπου τοποθετείται το βραστό αβγό 2. σκεύος ή μέρος όπου τοποθετούνται τα αβγά 3. ωοθήκη τής κότας, κάθε θηλυκού ζώου, καθώς και τής γυναίκας 4. φωλιά όπου γεννάει η… … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
αλατιέρα — η [αλάτι] μικρό επιτραπέζιο σκεύος από γυαλί, ξύλο, ή άλλο υλικό για τη φύλαξη του αλατιού, αλατοδοχείο, αλατερή … Dictionary of Greek
αλατοθήκη — η επιτραπέζιο σκεύος που περιέχει αλάτι, αλατερό, αλατιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + θήκη] … Dictionary of Greek
βουτυριέρα — η γυάλινο, μεταλλικό ή πλαστικό επιτραπέζιο σκεύος για την τοποθέτηση βουτύρου … Dictionary of Greek
εγερτήριο — το (AM ἐγερτήριον) νεοελλ. 1. πρωινό σάλπισμα για να ξυπνήσουν οι στρατιώτες 2. επιτραπέζιο ρολόι που χτυπά για να ξυπνά τον κοιμισμένο, ξυπνητήρι (αρχ. μσν.) 1. μέσο διέγερσης 2. προτροπή, παρακίνηση … Dictionary of Greek
καλαμαριά — Πόλη (υψόμ. 35 μ., 87.255 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί τον ομώνυμο δήμο. * * * η [καλαμάρι] επιτραπέζιο σκεύος, δίσκος, που χρησίμευε ως βάση για ένα ή περισσότερα μελανοδοχεία … Dictionary of Greek
καπνοδοχείο — το (Α καπνοδοχεῑον) νεοελλ. 1. επιτραπέζιο δοχείο για την εναπόθεση κομμένου καπνού ή τσιγάρων για χρήση τών καπνιστών 2. σταχτοδοχείο αρχ. η καπνοδόκη* … Dictionary of Greek
κουτάλι — το (Μ κουτάλι και κουτάλιν) επιτραπέζιο και μαγειρικό σκεύος, με κοιλότητα στο ένα άκρο του, με το οποίο τρώγονται υγρές ή πολτώδεις τροφές, κοχλιάριο νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού σκεύους αυτού ως μέτρο, όσο χωρεί το κουτάλι («έβαλα δύο κουτάλια … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek