Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

επιτραπέζιο

См. также в других словарях:

  • ποδοσφαιράκι — το, Ν [ποδόσφαιρο] 1. επιτραπέζιο παιχνίδι για δύο παίκτες με ξύλινα ή πλαστικά ομοιώματα ποδοσφαιριστών 2. πληθ. τα ποδοσφαιράκια λέσχη, χώρος όπου μπορεί να παίξει κανείς ποδοσφαιράκι ή άλλο επιτραπέζιο παιχνίδι …   Dictionary of Greek

  • αβγοθήκη — και αβγουλιέρα, η 1. μικρό επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα μικρού ποτηριού με πόδι, όπου τοποθετείται το βραστό αβγό 2. σκεύος ή μέρος όπου τοποθετούνται τα αβγά 3. ωοθήκη τής κότας, κάθε θηλυκού ζώου, καθώς και τής γυναίκας 4. φωλιά όπου γεννάει η… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • αλατιέρα — η [αλάτι] μικρό επιτραπέζιο σκεύος από γυαλί, ξύλο, ή άλλο υλικό για τη φύλαξη του αλατιού, αλατοδοχείο, αλατερή …   Dictionary of Greek

  • αλατοθήκη — η επιτραπέζιο σκεύος που περιέχει αλάτι, αλατερό, αλατιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • βουτυριέρα — η γυάλινο, μεταλλικό ή πλαστικό επιτραπέζιο σκεύος για την τοποθέτηση βουτύρου …   Dictionary of Greek

  • εγερτήριο — το (AM ἐγερτήριον) νεοελλ. 1. πρωινό σάλπισμα για να ξυπνήσουν οι στρατιώτες 2. επιτραπέζιο ρολόι που χτυπά για να ξυπνά τον κοιμισμένο, ξυπνητήρι (αρχ. μσν.) 1. μέσο διέγερσης 2. προτροπή, παρακίνηση …   Dictionary of Greek

  • καλαμαριά — Πόλη (υψόμ. 35 μ., 87.255 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί τον ομώνυμο δήμο. * * * η [καλαμάρι] επιτραπέζιο σκεύος, δίσκος, που χρησίμευε ως βάση για ένα ή περισσότερα μελανοδοχεία …   Dictionary of Greek

  • καπνοδοχείο — το (Α καπνοδοχεῑον) νεοελλ. 1. επιτραπέζιο δοχείο για την εναπόθεση κομμένου καπνού ή τσιγάρων για χρήση τών καπνιστών 2. σταχτοδοχείο αρχ. η καπνοδόκη* …   Dictionary of Greek

  • κουτάλι — το (Μ κουτάλι και κουτάλιν) επιτραπέζιο και μαγειρικό σκεύος, με κοιλότητα στο ένα άκρο του, με το οποίο τρώγονται υγρές ή πολτώδεις τροφές, κοχλιάριο νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού σκεύους αυτού ως μέτρο, όσο χωρεί το κουτάλι («έβαλα δύο κουτάλια …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»