-
1 интенсификация
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интенсификация
-
2 усиливать
1. (механически) ενισχύω, στερεώνω, επιτείνω 2. (рад., элн.) ενισχύω 3. (звук) δυναμώνω, (επ)αυξάνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усиливать
-
3 усугубить
επιδεινώνω, χειροτερεύω, επιτείνω-ся επιδεινώνομαι, χειροτερεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усугубить
-
4 интенсификация
интенсификацияж ἡ ἐντατικοποίηση[-ις]· \интенсификацияци́ровать сов и несоз. ἐντατικοποιώ, ἐντείνω, ἐπιτείνω. -
5 усиливать
усил||иватьнесов δυναμώνω (μετ.), ἐντείνω, ἐνισχύω, ἐπιτείνω. -
6 усугубить
-блю, -бишьκ. усугубить-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усугубленный, βρ: -лен, -а, -о κ. усугубленный, βρ: -лен, -лена, -леюρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξαίνω• επιτείνω• εντείνω• επιδεινώνω, χειροτερεύω•усугубить внимание εντείνω την προσοχή•
запирательство -ло вину подсудимого η ισχυρογνωμοσύνη του κατηγορούμενου επιδείνωσε την ενοχή του•
усугубить старания εντείνω τις προσπάθειες.
δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι• εντείνομαι-επιδεινώνομαι, χειροτερεύω•страдания -лись τα βάσανα μεγάλωσαν•
-лась опасность μεγάλωσε ο κίνδυνος.
См. также в других словарях:
ἐπιτείνω — stretch upon aor subj act 1st sg ἐπιτείνω stretch upon pres subj act 1st sg ἐπιτείνω stretch upon pres ind act 1st sg ἐπιτείνω stretch upon aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτείνω — επιτείνω, επέτεινα βλ. πίν. 172 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιτείνω — (AM ἐπιτείνω) [τείνω] 1. επαυξάνω, εντείνω, κάνω κάτι εντονότερο (α. «επέτεινε τις προσπάθειες» β. «ἔρωτας ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει», Πλάτ.) αρχ. 1. εκτείνω πάνω από κάτι, απλώνω («οίκοδόμεε γέφυραν... ἐπιτείνεσκε δ’ ἐπ’ αὐτήν... ξύλα… … Dictionary of Greek
επιτείνω — επίτεινα, επιτάθηκα, μτβ., εντείνω περισσότερο, επαυξάνω την ένταση, κάνω κάτι εντονότερο: Επιτείνει τις προσπάθειές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτείνῃ — ἐπιτείνω stretch upon aor subj mid 2nd sg ἐπιτείνω stretch upon aor subj act 3rd sg ἐπιτείνω stretch upon pres subj mp 2nd sg ἐπιτείνω stretch upon pres ind mp 2nd sg ἐπιτείνω stretch upon pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτείνετε — ἐπιτείνω stretch upon aor subj act 2nd pl (epic) ἐπιτείνω stretch upon pres imperat act 2nd pl ἐπιτείνω stretch upon pres ind act 2nd pl ἐπιτείνω stretch upon imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτεταμένα — ἐπιτείνω stretch upon perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπιτεταμένᾱ , ἐπιτείνω stretch upon perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπιτεταμένᾱ , ἐπιτείνω stretch upon perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτείνει — ἐπιτείνω stretch upon aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιτείνω stretch upon pres ind mp 2nd sg ἐπιτείνω stretch upon pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτείνομεν — ἐπιτείνω stretch upon aor subj act 1st pl (epic) ἐπιτείνω stretch upon pres ind act 1st pl ἐπιτείνω stretch upon imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτείνουσι — ἐπιτείνω stretch upon aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιτείνω stretch upon pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιτείνω stretch upon pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτείνουσιν — ἐπιτείνω stretch upon aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιτείνω stretch upon pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιτείνω stretch upon pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)