-
1 επισυρω
(ἐπὴ τῆς γῆς Xen.)
ποδήρεις χιτῶνας ἐπισυρόμενοι Luc. — одетые в длинные платья2) перен. растягивать, затягивать3) перен. небрежно делать или произноситьφθέγγεσθαι ἐπισεσυρμένον Luc. — говорить невнятно;
ἴσως ἐπισύροντες ἐροῦσιν, ὡς … Dem. — они, может быть, пробормочут, что …;γράμματα ἐπισεσυρμένα Luc. — небрежный почерк;ἐ. τὰ πράγματα Lys. — комкать, излагать неполно факты;ἐπισεσυρμένος καὴ ῥυπαρός Diog.L. — небрежный и грязный -
2 επισύρω
-
3 επισεσυρμενος
-
4 μήνις
(-ήνι(δ)ος) η гнев, ярость; негодование; злоба (особенно скрытая и долгая), προκαλώ (или επισύρω) την μήνιν вызывать гнев -
5 προσοχή
η 1.1) внимание;προκαλώ (αποσπώ) την προσοχή — вызывать (отвлекать) внимание;
στρέφω την προσοχή μου — или δίνω προσοχή — обращать внимание;
τραβάω ( — или επισύρω) την προσοχή — привлекать чьё-л. внимание;
δεν δίνω προσοχή σε κάτι — оставлять что-л, без внимания;
2) уход, внимание, забота;τα παιδιά θέλουν προσοχή — дети требуют ухода, внимания;
3) осторожность, осмотрительность;μετά προσοχής — осторожно;
4):στέκω (κάθομαι) προσοχή — стоять (сидеть) смирно;
τό παράγγελμα προσοχή — команда «смирно»;
2. εηιφ:1) внимание!, берегись!, осторожно!;2) смирно! (команда)
См. также в других словарях:
επισύρω — επισύρω, επέσυρα βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επισύρω — (AM ἐπισύρω) [σύρω] σέρνω προς το μέρος μου, προκαλώ («επέσυρε τον θαυμασμό, την αγανάκτηση») μσν. 1. παρασύρω 2. μέσ. ἐπισύρομαι φέρνω προς το μέρος μου, αποκτώ αρχ. 1. σέρνω πάνω στο έδαφος, καταγής 2. αργοπορώ σκόπιμα να διεκπεραιώσω κάτι 3.… … Dictionary of Greek
επισύρω — επέσυρα, μτβ. 1. σέρνω κάτι προς το μέρος μου, προσελκύω: Επισύρει το γενικό θαυμασμό. 2. προκαλώ, προξενώ, συνεπάγομαι: Η κατάχρηση επέσυρε τη γενική αγανάκτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπισεσυρμένα — ἐπισύρω drag perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπισεσυρμένᾱ , ἐπισύρω drag perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπισεσυρμένᾱ , ἐπισύρω drag perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισεσυρμένον — ἐπισύρω drag perf part mp masc acc sg ἐπισύρω drag perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυρέντα — ἐπισύρω drag aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπισύρω drag aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσύρη — ἐπισύρω drag aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισεσυρκότων — ἐπισύρω drag perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισεσυρμένην — ἐπισύρω drag perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισεσυρμένης — ἐπισύρω drag perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισεσυρμένοις — ἐπισύρω drag perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)