-
1 посетитель
-я α.-ница, -ы θ.επισκέπτης, -τρία•посетитель музея επισκέπτης μουσείου•
всегдашний (ή постоянный, частный) посетитель ο θαμώνας•
надоедливый- βαρετός (ενοχλητικός) επισκέπτης•
посетитель магазина τακτικός πελάτης.
-
2 гость
гость м о ξένος, ο φιλοξενούμενος, о καλεσμένος, ο μουσαφίρης ο επισκέπτης (посетитель) быть в \гостьях είμαι επίσκεψη встречать \гость ей υποδέχομαι τους καλεσμένους идти в \гостьи πηγαίνω επίσκεψη позвать в \гостьи προσκαλώ για επίσκεψη дорогие \гостьи οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι* * *мο ξένος, ο φιλοξενούμενος, ο καλεσμένος, ο μουσαφίρης; ο επισκέπτης ( посетитель)быть в гостя́х — είμαι επίσκεψη
встреча́ть госте́й — υποδέχομαι τους καλεσμένους
идти́ в гости — πηγαίνω επίσκεψη
позва́ть в гости — προσκαλώ για επίσκεψη
дороги́е гости — οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι
-
3 посетитель
-
4 высохнуть
см. высыхать. выставить см. выставлять. выставк{}а{} 1. (установка показаний прибора, выходного сигнала и т.п.) η ρύθμιση 2.(показ) η έκθεσ/ηрекламировать товары на - е διαφημίζω τα προϊόντα/εμπορεύματα στην -участвовать в - е παίρνω μέρος στην -, συμμετέχω στην -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высохнуть
-
5 всегдашний
всегда||шнийприл разг παντοτεινός, συνήθης, σταθερός/ διαρκής (непрерывный):\всегдашнийшний гость ὁ μόνιμος ἐπισκέπτης. -
6 завсегдатай
завсегдатайм ὁ θαμώνας, ὁ τακτικός ἐπισκέπτης. -
7 навязчивый
навязчив||ыйприл ἐνοχλητικός, φορτικός, ὀχληρός:\навязчивыйый человек ὁ φορτικός ἀνθρωπος· \навязчивыйый посетитель ὁ ὀχληρός ἐπισκέπτης· ◊ \навязчивыйая идея ἡ Εμμονος ίδέα· \навязчивыйый мотив τό ἐμμονο μοτίβο. -
8 неизменный
неизменн||ыйприл1. ἀμετάβλητος, ἀμετάτρεπτος / σταθερός, μόνιμος (постоянный):он мой \неизменныйый гость εἶναι μόνιμος ἐπισκέπτης μου·2. (верный) πιστός, παντοτινός:\неизменныйый друг φίλος παντοτινός. -
9 посетитель
посети́тел||ьм ὁ ἐπισκέπτης:\посетительи выставки οἱ ἐπισκέπτες τής ἐκθέσεως· частый \посетитель ὁ θαμώνας [-ών], ὁ τακτικός πελά· Της· посетить сов см. посещать. -
10 постояниый
постояни||ыйприл1. (непрерывный) διαρκής, παντοτεινός, συνεχής / τακτικός (регулярный):\постояниыйый посетитель ὁ θαμών, ὁ τακτικός ἐπισκέπτης· \постояниыйый покупатель ὁ τακτικός πελάτης·2. (не временный) μόνιμος:\постояниыйая работа ἡ μόνιμη ἐργασία·3. (неизменный) σταθερός, πιστός:\постояниыйый характер ὁ σταθερός χαρακτήρας· \постояниыйая величина мат ἡ σταθερή ποσότητα· \постояниыйый ток эл. τό συνεχές ρεύμα. -
11 визитёр
-а α.παλ. επισκέπτης. -
12 вхожий
επ., βρ: вхож, -а, -еο ελεύθερα εισερχόμενος. || ταχτικός επισκέπτης. -
13 высокий
επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ και -со/ко, -соки/ και -со/ки; выше; высший κ. высочайший.1. (υ)ψηλός, υψιτενής•высокий дом ψηλό σπίτι•
высокий рост μεγάλο ανάστημα•
-ая гора ψηλό βουνό•
высокий потолок ψηλή οροφή•
-ое дерево ψηλό δέντρο.
2. μεγάλος•высокий урожай μεγάλη σοδειά•
-ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•
-ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•
-ое давление μεγάλη πίεση•
-ая температура υψηλή θερμοκρασία.
3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•-ая оценка υψηλή εκτίμηση•
товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.
4. πολύ μεγάλος•-ая честь μεγάλη τιμή•
высокий пост μεγάλο πόστο•
-ое звание υψηλός τίτλος•
-ая награда μεγάλο βραβείο•
высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).
5. πανηγυρικός•высокий стиль υψηλό ύφος.
6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.εκφρ.высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•- ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον). -
14 гость
-я, γεν. πλθ. -ей.1. φιλοξενούμενος, επισκέπτης, μουσαφίρης•идти в -и πηγαίνω μουσαφίρης•
быть в -ях φιλοξενούμαι•
незванный гость ακάλεστος μουσαφίρης•
желанный гость ευπρόσδεκτος μουσαφίρης•
почетный гость τιμητός ξένος (φιλοξενούμενος)•
вы у нас редкий гость σπάνια μας επισκέπτεστε, σαν τα χιόνια.
|| ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, προσκαλεσμένος.2. προσκαλεσμένος (σε συνέλευση, συνεδρίαση κ.τ.τ.)• места для -ей θέσεις για τους προσκαλεσμένους.3. έμπορος (συνήθως αλλοδαπός).εκφρ.из -ей прийти (вернуться – κ.τ.τ.) έρχομαι από φιλοξενία•в -ях хорошо, а дома лучше – σπίτι μου σπιτάκι μου, φτωχοκαλυβάκι μου ή ιδία εστία πάντων άριστος παρμ. -
15 захожий
επ. (απλ.)επισκέπτης περαστικός. -
16 навязчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. ενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός•навязчивый че-ловк ενοχλητικός άνθρωπος•
навязчивый посетитель βαρετός επισκέπτης.
2. μτφ. έμμονος, επίμονος•-ая идея, мысль έμμονη ιδέα, σκέψη.
-
17 нежелательный
επ., -лен, -льна, -льноανεπιθύμητος, απευκταίος•-ые последствия ανεπιθύμητες συνέπειες.
|| απρόσδεκτός•нежелательный посетитель ανεπιθύμητος επισκέπτης.
-
18 повадить
-ажу, -адишьρ.σ.μ.μαθαίνω, συνηθίζω, εξοικειώνω.μαθαίνω, συνηθίζω, εξοικειώνομαι•кошка -лась в чулан лазить η γάτα συνήθισε να χώνεται στο κελάρι•
-лся кувшин по воду ходить, тут ему и голову положить πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μα κάποτε θα σπάσει.
|| γίνομαι βαρετός επισκέπτης. -
19 поздравитель
-я α.-шща, -ы θ.επισκέπτης, -τρία (σε ονομαστική γιορτή, γενέθλια κ.τ.τ.). -
20 таинственный
επ., βρ: -вен, -венна, -вен-но.1. μυστικός, κρυφός, απόκρυφος•он приехал с -ыми целями αυτός ήρθε με κρυφό σκοπό.
2. μυστηριώδης, μυστήριος, αινιγματώδης, γριφώδης•таинственный посетитель μυστηριώδης επισκέπτης•
таинственный вид μυστηριώδης όψη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επισκέπτης — ο (θηλ. επισκέπτρια) (AM ἐπισκέπτης) μσν. νεοελλ. 1. αυτός που επισκέπτεται χώρο εκθέσεων, μουσείο κ.λπ. («οι επισκέπτες τής εκθέσεως») 2. αυτός που επισκέπτεται κάποιον στο σπίτι ή στο γραφείο του νεοελλ. τεχνίτης τής υπηρεσίας έλξεως… … Dictionary of Greek
επισκέπτης — ο θηλ. έπτρια 1. αυτός που επισκέπτεται κάποιον ή κάτι: Οι επισκέπτες της βιομηχανικής έκθεσης. 2. τεχνίτης της υπηρεσίας έλξης σιδηροδρόμων που κύριο έργο του έχει την επιθεώρηση των οχημάτων πριν από την εκκίνησή τους ή μετά την άφιξή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπισκέπται — ἐπισκέπτης inspector masc nom/voc pl ἐπισκέπτᾱͅ , ἐπισκέπτης inspector masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκέπτῃ — ἐπισκέπτης inspector masc dat sg (attic epic ionic) ἐπισκέπτομαι pass in review pres subj mp 2nd sg ἐπισκέπτομαι pass in review pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Καστοριά — Πόλη (υψόμ. 700 μ., 14.813 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σκύρου — Στη βορειοανατολική πλευρά της Χώρας του νησιού, στους πρόποδες του κάστρου και κάτω ακριβώς από τη γραφική πλατεία Μπρουκ (Brooke), άρχισε να χτίζεται το 1963 και εγκαινιάστηκε δέκα χρόνια αργότερα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σκύρου. Το μουσείο… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek