Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

επιπρόσθετος

  • 1 επιπρόσθετος

    η, ο [ος, ον ] дополнительный; добавочный;

    επιπρόσθετος πληρωμή — дополнительная плата;

    επιπρόσθετα έξοδα — дополнительные расходы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιπρόσθετος

  • 2 επιπρόσθετος

    additional

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιπρόσθετος

  • 3 дополнительный

    дополнительный συμπληρωματικός, επιπρόσθετος
    * * *
    συμπληρωματικός, επιπρόσθετος

    Русско-греческий словарь > дополнительный

  • 4 дополнительный

    дополни́тельн||ый
    прил
    1. συμπληρωματι-;, ἐπιπρόσθετος:
    \дополнительныйая плата ἡ ἐπι->σθετη πληρωμή· \дополнительныйый отпуск ἡ συμ-ΐρωματική ἀδειἀ'.2.:
    \дополнительныйое предложе-:
    грам. ἡ συμπληρωματική πρόταση

    Русско-новогреческий словарь > дополнительный

  • 5 лишний

    ли́шн||ий
    прил
    1. (имеющийся в избытке) παραπανήσιος, περίσσιος, περισσευούμενος:
    \лишний экземпляр книги ἕνα παραπανήσιο ἀντίτυπο τοῦ βιβλίου· \лишнийие деньги τά παραπανήσια χρήματα·
    2. (бесполезный, излишний) περιττός/ ἄχρηστος (ненужный):
    \лишнийие вещи τά περιττά πράγματα· \лишнийие слова τά περιττά λόγια·
    3. (дополнительный) ἐπιπρόσθετος, ἐπιπλέον:
    создавать \лишнийие неудобства δημιουργώ ἐπιπρόσθετες δυσκολίες.

    Русско-новогреческий словарь > лишний

  • 6 поеторонний

    поеторонн||ий
    1. прил ξένος, ἀλλότριος:
    \поетороннийее тело ξένο σώμα· \поеторонний шум ὁ ἐπιπρόσθετος θόρυβος·
    2. м ὁ ξένος:
    \поетороннийим вход воспрещен ἀπαγορεύεται ἡ είσοδος στους μή Εχοντας ἐργασίαν.

    Русско-новогреческий словарь > поеторонний

  • 7 добавочный

    επ.
    πρόσθετος, επιπρόσθετος, προσθετός• συμπληρωματικός•

    -ое время πρόσθετος χρόνος•

    добавочный пак συμπληρωματικό δελτίο τροφίμων•

    добавочный налог πρόσθετος φόρος, επιφορολογία.

    Большой русско-греческий словарь > добавочный

  • 8 дополнительный

    επ.
    συμπληρωματικός, επιπρόσθετος, παραπανίσιος•

    дополнительный отпуск συμπληρωματική άδεια•

    -ая карточка συμπληρωματικό δελτίο•

    -не данные συμπληρωματικά στοιχεία.

    (γραμμ.) αντικειμενικός•

    -ое придаточное предложение δευτερεύουσα αντικειμενική πρόταση.

    εκφρ.
    - ые цвета – χρώματα δευτερεύοντα ή σύνθετα.

    Большой русско-греческий словарь > дополнительный

  • 9 лишний

    -яя -ее
    επ.
    1. περίσσιος, παραπανίσιος, περιττός•

    я здесь лишний εγώ εδώ είμαι περίσσιος•

    -ие деньги παραπανίσια χρήματα•

    лишний раз μια φορά παραπάνω ή ακόμα•

    -ие слова παραπανίσια λόγια, περίσσιες κουβέντες.

    ουσ. το περίσσιο, το παραπάνω, το περιττό.
    2. άχρηστος•

    -ие вещи περίσσια πράγματα.

    3. επιπρόσθετος• έξτρα.
    εκφρ.
    с -им – και πάνω ή παραπάνω•
    не -ее – δεν είναι περίσσιο (χρειάζεται)•
    позволить себе -ее – α) ξοδεύω άσκοπα, β) παρεκτρέπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > лишний

  • 10 набавочный

    επ.
    επιπρόσθετος συμπληρωματικός.

    Большой русско-греческий словарь > набавочный

  • 11 additional

    1) επιπρόσθετος
    2) πρόσθετος

    English-Greek new dictionary > additional

См. также в других словарях:

  • επιπρόσθετος — η, ο αυτός που προστίθεται επί πλέον ή κατόπιν («επιπρόσθετες ώρες δουλειάς»). επίρρ... επιπροσθέτως και α επί πλέον, εκτός τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπροσθέτω. Η λ. μαρτυρείται στον Π. Βράιλα Αρμένη] …   Dictionary of Greek

  • επιπρόσθετος — η, ο επίρρ. α που προσθέτεται επιπλέον ή έπειτα, ο προσθετός: Επιπρόσθετη αμοιβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πριμάζ — Ν άκλ. όρος τών φορτωτικών εγγράφων στις ναυτεμπορικές συμφωνίες σύμφωνα με τον οποίο εισπράττεται επιπρόσθετος ναύλος, που δικαιολογείται με την πρόσθετη εργασία κατά τη φόρτωση και στοιβασία τού φορτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. primage «πρόσθετη… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκαιρος — η, ο, / πρόσκαιρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα, προσωρινός (α. «πρόσκαιρη χαρά» β. «πρόσκαιρος ἡ τέρψις», Διον. Αλ.) 2. παροδικός (α. «πρόσκαιρες ανησυχίες τής ψυχής τους», Παπαντ. β. «πρόσκαιροι θόρυβοι», Λουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • συνυπολογισμός — ο, Ν το αποτέλεσμα τού συνυπολογίζω, επιπρόσθετος υπολογισμός ή υπολογισμός ενός πράγματος μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπολογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Χρ. Τσούντα] …   Dictionary of Greek

  • τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • επιδιορισμός — ο 1. παραπέρα καθορισμός, επιπρόσθετος προσδιορισμός. 2. (λογ.), προσδιορισμός του πλάτους έννοιας με την προσθήκη περισσότερων γνωρισμάτων, ώστε να μεγαλώσει το βάθος και να ελαττωθεί το πλάτος της (αντίθ. αφαίρεση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»