-
1 επιπρόσθετος
η, ο [ος, ον ] дополнительный; добавочный;επιπρόσθετος πληρωμή — дополнительная плата;
επιπρόσθετα έξοδα — дополнительные расходы
-
2 επιπρόσθετος
additionalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιπρόσθετος
-
3 дополнительный
-
4 дополнительный
дополни́тельн||ыйприл1. συμπληρωματι-;, ἐπιπρόσθετος:\дополнительныйая плата ἡ ἐπι->σθετη πληρωμή· \дополнительныйый отпуск ἡ συμ-ΐρωματική ἀδειἀ'.2.:\дополнительныйое предложе-:грам. ἡ συμπληρωματική πρόταση -
5 лишний
ли́шн||ийприл1. (имеющийся в избытке) παραπανήσιος, περίσσιος, περισσευούμενος:\лишний экземпляр книги ἕνα παραπανήσιο ἀντίτυπο τοῦ βιβλίου· \лишнийие деньги τά παραπανήσια χρήματα·2. (бесполезный, излишний) περιττός/ ἄχρηστος (ненужный):\лишнийие вещи τά περιττά πράγματα· \лишнийие слова τά περιττά λόγια·3. (дополнительный) ἐπιπρόσθετος, ἐπιπλέον:создавать \лишнийие неудобства δημιουργώ ἐπιπρόσθετες δυσκολίες. -
6 поеторонний
поеторонн||ий1. прил ξένος, ἀλλότριος:\поетороннийее тело ξένο σώμα· \поеторонний шум ὁ ἐπιπρόσθετος θόρυβος·2. м ὁ ξένος:\поетороннийим вход воспрещен ἀπαγορεύεται ἡ είσοδος στους μή Εχοντας ἐργασίαν. -
7 добавочный
επ.πρόσθετος, επιπρόσθετος, προσθετός• συμπληρωματικός•-ое время πρόσθετος χρόνος•
добавочный пак συμπληρωματικό δελτίο τροφίμων•
добавочный налог πρόσθετος φόρος, επιφορολογία.
-
8 дополнительный
επ.συμπληρωματικός, επιπρόσθετος, παραπανίσιος•дополнительный отпуск συμπληρωματική άδεια•
-ая карточка συμπληρωματικό δελτίο•
-не данные συμπληρωματικά στοιχεία.
(γραμμ.) αντικειμενικός•-ое придаточное предложение δευτερεύουσα αντικειμενική πρόταση.
εκφρ.- ые цвета – χρώματα δευτερεύοντα ή σύνθετα. -
9 лишний
-яя -ееεπ.1. περίσσιος, παραπανίσιος, περιττός•я здесь лишний εγώ εδώ είμαι περίσσιος•
-ие деньги παραπανίσια χρήματα•
лишний раз μια φορά παραπάνω ή ακόμα•
-ие слова παραπανίσια λόγια, περίσσιες κουβέντες.
ουσ. το περίσσιο, το παραπάνω, το περιττό.2. άχρηστος•-ие вещи περίσσια πράγματα.
3. επιπρόσθετος• έξτρα.εκφρ.с -им – και πάνω ή παραπάνω•не -ее – δεν είναι περίσσιο (χρειάζεται)•позволить себе -ее – α) ξοδεύω άσκοπα, β) παρεκτρέπομαι. -
10 набавочный
επ.επιπρόσθετος συμπληρωματικός. -
11 additional
1) επιπρόσθετος2) πρόσθετος
См. также в других словарях:
επιπρόσθετος — η, ο αυτός που προστίθεται επί πλέον ή κατόπιν («επιπρόσθετες ώρες δουλειάς»). επίρρ... επιπροσθέτως και α επί πλέον, εκτός τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπροσθέτω. Η λ. μαρτυρείται στον Π. Βράιλα Αρμένη] … Dictionary of Greek
επιπρόσθετος — η, ο επίρρ. α που προσθέτεται επιπλέον ή έπειτα, ο προσθετός: Επιπρόσθετη αμοιβή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πριμάζ — Ν άκλ. όρος τών φορτωτικών εγγράφων στις ναυτεμπορικές συμφωνίες σύμφωνα με τον οποίο εισπράττεται επιπρόσθετος ναύλος, που δικαιολογείται με την πρόσθετη εργασία κατά τη φόρτωση και στοιβασία τού φορτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. primage «πρόσθετη… … Dictionary of Greek
πρόσκαιρος — η, ο, / πρόσκαιρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα, προσωρινός (α. «πρόσκαιρη χαρά» β. «πρόσκαιρος ἡ τέρψις», Διον. Αλ.) 2. παροδικός (α. «πρόσκαιρες ανησυχίες τής ψυχής τους», Παπαντ. β. «πρόσκαιροι θόρυβοι», Λουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
συνυπολογισμός — ο, Ν το αποτέλεσμα τού συνυπολογίζω, επιπρόσθετος υπολογισμός ή υπολογισμός ενός πράγματος μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπολογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Χρ. Τσούντα] … Dictionary of Greek
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
επιδιορισμός — ο 1. παραπέρα καθορισμός, επιπρόσθετος προσδιορισμός. 2. (λογ.), προσδιορισμός του πλάτους έννοιας με την προσθήκη περισσότερων γνωρισμάτων, ώστε να μεγαλώσει το βάθος και να ελαττωθεί το πλάτος της (αντίθ. αφαίρεση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)