Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επιπλέω

  • 1 плавать

    плавать 1) см. плыть; не уметь \плавать δεν ξέρω κολύμπι 2) (держаться на воде) πλέω, επιπλέω 3) (путешествовать) ταξιδεύω ( με πλοίο)
    * * *
    1) см. плыть

    не уме́ть пла́вать — δεν ξέρω κολύμπι

    2) ( держаться на воде) πλέω, επιπλέω
    3) ( путешествовать) ταξιδεύω (με πλοίο)

    Русско-греческий словарь > плавать

  • 2 осаждаться

    (на поверхности) επιπλέω (στην επιφάνεια)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осаждаться

  • 3 плавать

    1. (плыть) κολυμπώ, πλέω, (на поверхности) επιπλέω
    - кролем - με ελευθέρα/απλωτή
    2. (служить, работать на судне) υπηρετώ στα πλοία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавать

  • 4 вода

    вод||а
    ж τό νερό, τό ὕδωρ:
    дождевая \вода τό νερό τής βροχῆς, τό βρόχινο νερό, τό βροχόνερο, τά δμβρια ὕδατα· питьевая \вода τό πόσιμο νερό· минеральная \вода τό μεταλλικό νερό· пресная \вода τό γλυκό νερό· морская \вода τό θαλασσινό νερό· проточная \вода τό τρεχούμενο νερό· грунтовая \вода τό νερό τοῦ ὑπεδάφους· уровень \водаы ἡ στάθμη τοῦ νερού· посадка на воду ἀβ. ἡ προσθαλάσσωση· держаться на \водае ἐπιπλέω, κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροϋ· спускать на воду καθελκύω· ◊ вывести кого-л. на чистую воду ξεσκεπάζω κάποιον, βγάζω τά ἀπλυτα κάποιου στή φόρα· много \водаы утекло́ πέρασε πολύς καιρός· с него как с гуся \вода разг δέν δίνει πεντάρα γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί· он \водаы не замутит δέν πειράζει μερμήγκι, εἶναι ἀγαθός (или φιλήσυχος) ἄνθρωπος· словно \водаы в рот набрал σάν νά κατάπιε τή γλώσσα του· как в воду опущенный κατσούφης, στενοχωρημένος· как в во́ду канул ἔγινε ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι· как две капли \водаы (о сходстве) ἰδιος καί ἀπαράλλακτος· чувствовать себя как рыба в \водае εἶμαι στό στοιχείο μου· выйти сухим из \водаы βγαίνω λάδι, τή γλυτώνω φτηνά· толочь во́ду в сту́пе κοπανώ ἀέρα· Носить во́ду решетом κουβαλώ νερό μέ τό κόσκινο· чистой \водаώ (о драгоценном камне) γνήσιος· желтая \вода мед. τό γλαύκωμα· тяжелая \вода физ. τό βαρύ ὕδωρ.

    Русско-новогреческий словарь > вода

  • 5 всплывать

    всплывать
    несов, всплыть сов
    1. βγαίνω στήν ἐπιφάνεια, ἀναδύομαι, ἐπιπλέω·
    2. перен (обнаруживаться) ἀποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, βγαίνω στό φῶς, βγαίνω στά φόρα.

    Русско-новогреческий словарь > всплывать

  • 6 выплывать

    выплывать
    несов, выплыть сов
    1. βγαίνω στήν ἐπιφάνεια, ἐπιπλεω, ἀναδύομαι, φανερώνομαι/ βγαίνω στά ἀνοιχτά, ἀναπλέω (выходить в открытое море)-2. трен, (обнаруживаться) φαίνομαι, ἐμφανίζομαι, ἐκδηλώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выплывать

  • 7 дрейфовать

    дрейф||овать
    сов и несов παρασύρομαι ἀπό τό ρεῦμα, ἀπό τό κῦμα ἐπιπλέω.

    Русско-новогреческий словарь > дрейфовать

  • 8 плавать

    ρ.δ.
    1. βλ. плыть (1, 2 σημ.) με τη διαφορά ότι εδώ σημαίνει ενέργεια επαναλαμβανόμενη προς διάφορες κατευθύνσεις.
    2. κολυμβώ, πλέω•

    я не умею плавать εγώ δεν ξέρω κολύμπι (να κολυμπώ).

    || επιπλέω•

    дерево -ет на воде το ξύλο επιπλέει στο νερό.

    3. υπηρετώ στα πλοία,
    4. μτφ. απολαβαίνω πλήρως•

    плавать в блаженстве πλέω στην ευδαιμονία.

    5. μτφ. πελαγώνω, τα χάνω•

    плавать на экзаменах πελαγώνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    плавать в крови – πλέω στο αίμα, είμαι αιμόφυρτος, καθημαγμένος.

    Большой русско-греческий словарь > плавать

  • 9 плыть

    плыву, плывшь, παρλθ. χρ. плыл
    -ла, плыло
    ρ.δ.
    1. κολυμπώ• πλέω•

    плыть кролем κολυμπώ πρηνηδόν, με την κοιλιά•

    плыть на спине κολυμπώ ανάσκελα.

    || επιπλέω. || ταξιδεύω με πλωτό μέσο•

    плыть по течению πλέω κατά το ρεύμα (τον ρουν)•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα, αναπλέω, πλέω αναπόταμα.-под парусами πλέω με τα πανιά, αρμενίζω,ιστιοπλοώ•. плыть быстро ταχυπλοώ•

    плыть медленно βρα-δυπλοώ, βραδυπλέω•

    плыть на вслах πλέω με κουπιά•

    плыть в лодке πλέω με τη βάρκα, λεμβοδρο-μώ•

    плыть на всех парусах πλέω πλησίστιος•

    плыть в открытом море πλέω στα αμοιχτά.

    2. μτφ. πετώ αργά και ομαλά, λάμνω, αιωρούμαι, μετεωρίζομαι (για πτηνά). || κινούμαι, περνώ, διαβαίνω.
    3. λιώνω, τήκομαι•

    сургуч плывт το βουλοκέρι λιώνει.

    εκφρ.
    плыть в руки – κατορθώνω, τα καταφέρω, είμαι σε όλα καταφερτζής•
    плыть по течению – προσαρμόζομαι στις περιστάσεις, καιροσκοπώ•
    плыть против течения – πηγαίνω αντίθετα (προς την κρατούσα κατάσταση)•
    плыть сквозь пальцы – ξοδεύομαι, δαπανώμαι αφειδώς (για χρήματα κ.τ.τ.)• всё шшвт передо мной όλα μου φέρνουν γύρω (στα μάτια)• ζαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > плыть

См. также в других словарях:

  • επιπλέω — επιπλέω, επέπλευσα βλ. πίν. 42 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐπιπλέω — ἐπίπλεος quite full of masc/neut nom/voc/acc dual ἐπίπλεος quite full of masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) ἐπιπλέω sail upon pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἐπιπλέω sail upon pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπλέω — (Α ἐπιπλέω και ιων. τ. ἐπιπλώω) [πλέω] 1. πλέω ή ανεβαίνω και παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («ἀσθενὲς δὲ τὸ ὕδωρ... ὥστε μηδὲν οἷόν τε εἶναι ἐπ’ αὐτοῡ ἐπιπλώειν, μήτε ξύλον», Ηρόδ.) 2. ακολουθώ άλλο πλοίο ή στόλο («ἐπέπλει κατόπιν ἐπί παντὶ… …   Dictionary of Greek

  • επιπλέω — επίπλευσα, αμτβ. 1. ανεβαίνω ή παραμένω στην επιφάνεια υγρού, δε βυθίζομαι. 2. μτφ., κατορθώνω να υποσκελίσω άλλους και να ανεβώ στην επιφάνεια, διακρίνομαι: Επιπλέει με οποιαδήποτε πολιτική κατάσταση. 3. (ναυτ.), πλέω ύστερα από άλλο πλοίο ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπίπλη — ἐπιπλέω sail upon pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐπιπλέω sail upon pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐπιπλέω sail upon pres imperat act 2nd sg (attic doric aeolic) ἐπιπλέω sail upon imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐπιπλέω sail… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλευσουμένων — ἐπιπλέω sail upon fut part mid fem gen pl (attic epic doric) ἐπιπλέω sail upon fut part mid masc/neut gen pl (attic epic doric) ἐπιπλέω sail upon fut part mid fem gen pl (doric) ἐπιπλέω sail upon fut part mid masc/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλευσούμενον — ἐπιπλέω sail upon fut part mid masc acc sg (attic epic doric) ἐπιπλέω sail upon fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) ἐπιπλέω sail upon fut part mid masc acc sg (doric) ἐπιπλέω sail upon fut part mid neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλεῖ — ἐπιπλέω sail upon pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιπλέω sail upon pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπιπλέω sail upon pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιπλέω sail upon pres ind act 3rd sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλεόντων — ἐπιπλέω sail upon pres part act masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐπιπλέω sail upon pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἐπιπλέω sail upon pres part act masc/neut gen pl ἐπιπλέω sail upon pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλέει — ἐπιπλέω sail upon pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐπιπλέω sail upon pres ind act 3rd sg (epic ionic) ἐπιπλέω sail upon pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐπιπλέω sail upon pres ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλέον — ἐπιπλέω sail upon pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) ἐπιπλέω sail upon pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) ἐπιπλέω sail upon pres part act masc voc sg ἐπιπλέω sail upon pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»