-
21 утвердить
1. (упрочить, установить) στερεώνω, εδραιώνω 2. (убедить, окончательно уверить) (επι)βεβαιώνω 3. (принять окончательное решение, признать окончательно установленным что-л.) επικυρώνωεγκρίνω4. (оформить юридически, в законном порядке, санкционировать чьё-л. назначение какое-л. постановление и т.п.) εγκρίνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > утвердить
-
22 заверять
заверятьнесов1. (уверять) βεβαιώ, δίνω βεβαίωση·2. (подпись и т. п.) ἐπικυρώνω, πιστοποιώ. -
23 засвидетельствовать
засвидетельствоватьсов μαρτυρώ, καταθέτω μαρτυρίαν/ ἐπιβεβαιώ, πιστοποιώ (подтвердить)! ἐπικυρώνω, νομιμοποιώ (подпись)· ◊ \засвидетельствовать кому́-л. свое почтение ὑποβάλλω τά σέβη μου. -
24 ратификацияцировать
ратификация||ци́роватьсов и несов ἐπικυρώνω, ἐγκρίνω. -
25 скреплять
скрепл||я́тьнесов1. στερεώνω, συναρμολογώ:\скреплятьять булавками καρφιτσώνω· \скреплятья́ть болтами μπουλονάρω·2. (подписью) ἐπικυρώνω. -
26 ratify
(to approve and agree to formally and officially, especially in writing.) επικυρώνω -
27 uphold
past tense, past participle - upheld; verb1) (to support (a person's action): His family upholds (him in) his present action.) υποστηρίζω2) (to confirm (eg a claim, legal judgement etc): The decision of the judge was upheld by the court.) επικυρώνω3) (to maintain (eg a custom): The old traditions are still upheld in this village.) (δια)τηρώ -
28 заверять
[ζαβιργιάτ'] ρ. βεβαιώ, επικυρώνω, πιστοποιώ -
29 санкционировать
[σανκτσυανίραβατ'] ρ. επικυρώνω -
30 утверждать
[ουτβιρζντάτ"] ρ. εγκρίνω, επικυρώνω, καθιερώνω -
31 заверять
[ζαβιργιάτ'] ρ βεβαιώ,επικυρώνω, πιστοποιώ -
32 санкционировать
[σανκτσυανίραβατ'] ρ επικυρώνω -
33 утверждать
[ουτβιρζντάτ"] ρ εγκρίνω, επικυρώνω, καθιερώνω -
34 засвидетельствовать
-ствую, -ствуешьρ.σ.μ.1. (επι)μαρτυρώ, (επι)βεβαιώνω, πιστοποιώ.2. επικυρώνω• θεωρώ.εκφρ.засвидетельствовать почтение – (τιαλ.) υποβάλλω τα σέβη. -
35 конфирмовать
-мую, муешь, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. конфирмованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ. κ. σ.μ.1. επικυρώνω απόφαση.2. χρίω, χρίζω με μύρο.1. επικυρώνομαι.2. χρίομαι, αλείφομαι με μύρο. -
36 патентовать
-тую, -туешъ, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. патентованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ. κ. σ.μ. απονέμω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας• παίρνω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας• επικυρώνω, επισημοποιώ με πατέντα. -
37 ратифицировать
-рута, -руешьρ.δ.κ.σ.επικυρώνω• εγκρίνω• ψηφίζω•парламент -ал соглашение η Βουλή ψήφισε τη συμφωνία.
-
38 санкционировать
ρ.δ.κ.σ.μ. (νομ.)επικυρώνω. || εγκρίνω, επιδοκιμάζω• αποδέχομαι,επικυρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
39 скрепить
-шло, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрепленный, βρ: -плен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. βλ. крепить (1 σημ.).μτφ. συνδέω, ενώνω στενά•скрепить узы дружбы στερεώνω τους δεσμούς φιλίας.
2. βεβαιώνω, θεωρώ, επικυρώνω•скрепить копию печатью βάζω σφραγίδα στο αντίγραφο (ως ένδειξη εγκυρότητας).
3. скрепить себя βλ. скрепиться (2 σημ.).1. στερεώνομαι• συνδέομαι, ενώνομαι στενά.2. συγκρατούμαι. -
40 узаконить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. узаконенный, βρ: -нен, -а, -оρ.σ.μ. νομιμοποιώ•узаконить брак νομιμοποιώ το γάμο.
|| επικυρώνω.
См. также в других словарях:
επικυρώνω — επικυρώνω, επικύρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επικυρώνω — επικύρωσα, επικυρώθηκα, επικυρωμένος, μτβ. 1. προσθέτω κύρος σε κάτι, το κάνω έγκυρο, το επισημοποιώ: Επικυρώθηκε η συνθήκη ειρήνης. 2. επιβεβαιώνω κάτι ως αληθινό ή ορθό, το πιστοποιώ: Επικυρώνω τα λεγόμενά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επικυρώνω — (AM ἐπικυρῶ, όω) [κυρώνω] προσδίδω κύρος σε κάτι, καθιστώ έγκυρο κάτι (α. «επικυρώθηκε η συνθήκη» β. «ἐπικυρῶσαι ἠνάγκασαν τὴν γνώμην», Θουκ.) νεοελλ. επιβεβαιώνω, επαληθεύω κάτι, συμφωνώ («επικύρωσε τα λόγια του») … Dictionary of Greek
επιχειροτονώ — ἐπιχειροτονῶ, έω (Α) 1. επικυρώνω άποψη, πρόταση κ.λπ. με ανάταση τής χειρός 2. επικυρώνω, επιβεβαιώνω την εκλογή ή την παραμονή άρχοντος στην εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χειρο τονώ] … Dictionary of Greek
προσεπικυρώνω — Ν επικυρώνω, επιβεβαιώνω («ο δικηγόρος προσεπικύρωσε τη διαθήκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + επικυρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσεπικυρῶ, όω, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
συνεπικυρώ — έω, Α επικυρώνω κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικυρῶ «επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω»] … Dictionary of Greek
συνεπιψηφίζω — ΜΑ (το μέσ.) συνεπιψηφίζομαι ψηφίζω, εγκρίνω από κοινού αρχ. επικυρώνω κι εγώ με την ψήφο μου («δόξαντος... τῷ συνεδρίῳ καὶ τοῡ δήμου συνεπιψηφίσαντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιψηφίζω, ομαι «επικυρώνω, επιβεβαιώνω»] … Dictionary of Greek
βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… … Dictionary of Greek
διακυρώ — διακυρῶ ( όω) (Α) επικυρώνω … Dictionary of Greek
εγκαθιστώ — ( άω) (AM ἐγκαθίστημι Μ και ἐγκαθιστῶ) Ι. 1. τοποθετώ 2. ορίζω ή επιτρέπω σε κάποιον να μείνει μόνιμα σε ορισμένο τόπο 3. επικυρώνω με επίσημη πράξη ή τελετή την ανάληψη καθηκόντων από υπάλληλο ή αξιωματούχο 4. (για πολίτευμα, σύστημα κ.λπ.)… … Dictionary of Greek
εγκρίνω — (Α ἐγκρίνω) 1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῡ τιν ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα) 2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον»,… … Dictionary of Greek