-
1 опасный
επικίνδυνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опасный
-
2 вредный
вредный βλαβερός, κακός επικίνδυνος (опасный) \вредныйая привычка η κακή συνήθεια \вредный для здоровья ανθυγιεινός* * *βλαβερός, κακός; επικίνδυνος ( опасный)вре́дная привы́чка — η κακή συνήθεια
вре́дный для здоро́вья — ανθυγιεινός
-
3 опасный
-
4 тревожный
-
5 опасный
επ., βρ: -сен, сна-оноεπικίνδυνος•опасный путь επικίνδυνος δρόμος•
-ое предприятие επικίνδυνο επιχείρημα (εγχείρημα).
|| σοβαρός, κρίσιμος βαρύς•-ая болезнь βαριά άρρωστεια•
опасный больной ο βαριά άρρωστος.
-
6 вредный
вредн||ыйприл βλαβερός, ἐπιβλαβής, κακός/ νοσηρός, ἀνθυγιεινός (для здоровья)/ ἐπικίνδυνος (о человеке):\вредныйая привычка ἡ κακή συνήθεια· \вредныйое производство ἡ ἀνθυγιεινή δουλειά. -
7 небезопасный
небезопасныйприл ἐπικίνδυνος, ἀκρο-σφαλής, ἐπισφαλής. -
8 неопасный
неопасныйприл ἀκίνδυνος, μή ἐπικίνδυνος. -
9 опасный
опасн||ыйприл ἐπικίνδυνος / ριψοκίνδυνος (рискованный)/ βαρύς (о болезни). -
10 рискованный
рискованн||ыйприл1. ἐπικίνδυνος, ριψοκίνδυνος, παρακινδυνευμένος, παράτολμος:\рискованный шаг τό ριψοκίνδυνο διάβημα· \рискованныйое предприятие ἡ ἐπικίνδυνη ἐπιχείρηση·2. (нескромный, двусмысленный) τολμηρός, διφορούμενος. -
11 рот
ротм τό στόμα· ◊ остаться с открытым ртом (от удивления) μένω μ' ἀνοιχτό τό στόμα· стоять, разинув \рот разг στέκομαι μέ ἀνοιχτό τό στόμα, στέκομαι σάν χάχας· разинуть \рот χάσκω· зажимать кому-л, \рот βουλώνω τό στόμα κάποιου· ему пальца в \рот не клади πρέπει νά τόν προσέχεις, εἶναι ἐπικίνδυνος ἀνθρωπος· не брать в \рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου· в \рот не возьмешь δέν τρώγεται, εἶναι πολύ ἀνοστο· не открывать рта δέν ἀνοίγω τό στόμα μου, δέν λέγω κουβέντα· не сметь рта раскрыть δέν τολμώ ν' ἀνοίξω τό στόμα μου· орать во весь \рот ξελαρυγγίζομαι· хлопот полон \рот погов. ἔχω πολλές σκοτούρες. -
12 небезопасный
[νιμπιζαπάσνυϊ] εκ. επικίνδυνος -
13 опасный
[απάσνυΐ] εκ. επικίνδυνος -
14 рискованный
[ρισκόβαννυΐ] επ. επικίνδυνος -
15 небезопасный
[νιμπιζαπάσνυϊ] επ επικίνδυνος -
16 опасный
[απάσνυϊ] επ επικίνδυνος -
17 рискованный
[ρισκόβαννυϊ] επ επικίνδυνος -
18 гиблый
-
19 небезобидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. προσβλητικός εν μέρει.2. αρκετά προσβλητικός.3. επιβλαβής, βλαβερός, επικίνδυνος. -
20 небезопасный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно, επισφαλής, επικίνδυνος, όχι ακίνδυνος. || επιβλαβής, βλαβερός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επικίνδυνος — η, ο (Α ἐπικίνδυνος, ον) [κίνδυνος] 1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα») 2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.) 3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων… … Dictionary of Greek
επικίνδυνος — η, ο επίρρ. α 1. που περιέχει κίνδυνο, που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα, επίφοβος: Επικίνδυνη κατάσταση. 2. που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων: Επικίνδυνη εγχείρηση. – Επικίνδυνος άνθρωπος. 3. που διατρέχει κίνδυνο, που βρίσκεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικίνδυνος — ἐπικίνδῡνος , ἐπικίνδυνος in danger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικινδυνότερον — ἐπικινδῡνότερον , ἐπικίνδυνος in danger adverbial comp ἐπικινδῡνότερον , ἐπικίνδυνος in danger masc acc comp sg ἐπικινδῡνότερον , ἐπικίνδυνος in danger neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бѣдьныи — (38) пр. 1.Бедственный, опасный: отъ недоуга дългаго. и бѣдьнааго (ἐπικίνδύνου) КЕ XII, 186а; Блг(с)влю г(с)а на всѩко. времѩ. не въ бл҃го д҃ни токмо жити˫а. нъ и въ бѣдныхъ временѣхъ. (περιστατικοῖς) ПНЧ 1296, 109 об.; ˫ако любѩщимъ б҃а не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βούβαλος — Θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Από την Ινδία, όπου πρώτα εξημερώθηκε σε αρχαιότατα χρόνια, πέρασε στη Συρία και στις βαλτώδεις περιοχές της Ουγγαρίας και της Βαλκανικής. Ο β. εκτρέφεται για την… … Dictionary of Greek
τριπλοκίνδυνος — ὁ, Μ 1. τριπλός κίνδυνος, μεγάλος κίνδυνος 2. ως επίθ. ο τρεις φορές επικίνδυνος, πολύ επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλόος/ οῦς + κίνδυνος] … Dictionary of Greek
κἀπικινδύνως — ἐπικινδύ̱νως , ἐπικίνδυνος in danger adverbial ἐπικινδύ̱νως , ἐπικίνδυνος in danger masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικινδυνοτάτων — ἐπικινδῡνοτάτων , ἐπικίνδυνος in danger fem gen superl pl ἐπικινδῡνοτάτων , ἐπικίνδυνος in danger masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικινδυνοτέρα — ἐπικινδῡνοτέρᾱ , ἐπικίνδυνος in danger fem nom/voc/acc comp dual ἐπικινδῡνοτέρᾱ , ἐπικίνδυνος in danger fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικινδυνοτέρας — ἐπικινδῡνοτέρᾱς , ἐπικίνδυνος in danger fem acc comp pl ἐπικινδῡνοτέρᾱς , ἐπικίνδυνος in danger fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)