-
1 επιθέτω
ἐπίθετονadditional: neut nom /voc /acc dualἐπίθετονadditional: neut gen sg (doric aeolic)ἐπίθετοςadditional: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἐπίθετοςadditional: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)ἐπιθέτηςplotter: masc gen sg (attic epic ionic)ἐπιτίθημιlay: aor imperat act 3rd sg——————ἐπίθετονadditional: neut dat sgἐπίθετοςadditional: masc /fem /neut dat sg -
2 επιθέτω
-
3 ἐπιθέτω
Βλ. λ. επιθέτω -
4 ἐπιθέτῳ
Βλ. λ. επιθέτω -
5 βάζω, επιθέτω, θέτω
[νακλιέιβατ'] ρ κολλώ -
6 наложить
наложить 1) (положить) θέτω, βάλλω* \наложить повязку επιδένω 2) (назначить что-л.) επιθέτω, επιβάλλω" \наложить штраф επιβάλλω πρόστιμο* * *1) ( положить) θέτω, βάλλωналожи́ть повя́зку — επιδένω
2) (назначить что-л.) επιθέτω, επιβάλλωналожи́ть штраф — επιβάλλω πρόστιμο
-
7 επιθέτωι
ἐπιθέτῳ, ἐπίθετονadditional: neut dat sgἐπιθέτῳ, ἐπίθετοςadditional: masc /fem /neut dat sg -
8 ἐπιθέτωι
ἐπιθέτῳ, ἐπίθετονadditional: neut dat sgἐπιθέτῳ, ἐπίθετοςadditional: masc /fem /neut dat sg -
9 ἐπί-θετος
ἐπί-θετος, zugesetzt, hinzugefügt; ἐπιστολή, der Einem mitgegeben wird, Lys. bei Harpocr.; φυλαί, D. Hal. 3, 70; ἐξουσία, angemaßt, Plut. Cleom. 10; Ggstz des Einheimischen u. Natürlichen, fremd, ἑορταί, später eingeführte, im Ggstz der πάτριαι, Isocr. 7, 29; vgl. B. A. 252; ταῦτ' ἐπίϑετα τῇ φύσει κακά Men. Stob. fl. 98, 8; ἐπίϑετα ἀγωνίσματα Plut. Symp. 5, 2; vom Brutus ἐπίϑετον ἑαυτοῦ κατεψεύσατο μωρίαν D. Hal. 4, 68, μωρία οὐκ ἀληϑινή, ἀλλ' ἐπίϑετος, verstellte, 70, öfter; τὰ μὲν ἐπίϑετα καὶ πόῤῥωϑεν Theophr.; – τὸ ἐπίϑετον, das Beiwort, Arist. rhet. 3, 2 u. A.; τῷ δὲ τρίτῳ ὀνόματι ὕστερον ἐχρήσατο πράξεώς τινος ἢ τύχης ἐπιϑέτῳ Plut. Coriol. 11; ἐξ ἐπιϑέτου, als Zusatz, Mar. 1. – Adv. ἐπιϑέτως, adjectivisch, ἐπιϑέτως τοῦ Νότου ἀργέστου λεγομένου Strab. 1, 2, 29.
-
10 накладывать
накладыватьнесов1. (на что-л.) θέτω, βάζω, ἐπιθέτω:\накладывать компресс βάζω κομπρέσσα· \накладывать повязку ἐπιδένω· \накладывать лак βερνικώνω· \накладывать краску μπογιατίζω, χρωματίζω· \накладывать печать βάζω σφραγίδα·2. γεμίζω (наполнять)/ φορτώνω (нагружать)· ◊ \накладывать отпечаток На кого-л., на что́-л. ἀφήνω ἰχνη σέ κάποιον, σέ κάτι. -
11 пластырь
пластырьм τό ἐμπλαστρο[ν], τό μπλάστρι:липкий \пластырь τό τσιρότο[ν]· накладывать \пластырь ἐπιθέτω Εμπλαστρο, μπλαστρώνω. -
12 прикладывать
прикладыватьнесоз.1. (класть) βάζω, ἀκουμπώ (μετ.):\прикладывать ру́ку к сердцу βάζω τό χέρι στήν καρδιά·2. (накладывать) ἐπιθέτω:\прикладывать печать σφραγίζω, βάζω σφραγίδα·3. см. прилагать 3. -
13 припарка
припарк||аж мед. τό κατάπλασμα:прикладывать \припаркаи ἐπιθέτω καταπλάσματα. -
14 ставить
ставитьнесов1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:\ставить в ряд βάζω στή σειρά· \ставить что́-л. на стол βάζω κάτι στό τραπέζι·2. (компресс и т. п.) ἐπιθέτω, βάζω:\ставить кому́-л. банки βάζω κάποιου βεντοῦζες· \ставить термометр βάζω τό θερμόμετρο·3. (пьесу и т. п.) ἀνεβάζω ἔργο:\ставить о́перу ἀνεβάζω ὄπερα·4. (устанавливать) ἀνεγείρω, στήνω:\ставить памятник στήνω μνημείο, στήνω ἄγαλμα, ἀνεγείρω ἀνδριάντα· \ставить телефон βάζω τηλέφωνο·5. (в игре) ποντάρω· ◊ \ставить диагноз κάνω διάγνωση· \ставить условия θέτω ὅρους· \ставить кого-л. во главе́ чего-л. βάζω κάποιον ἐπί κεφαλής· \ставить вопрос θέτω τό ζήτημα· \ставить под вопрос ἀμφισβητώ, θέτω ὑπό ἀμφισβήτησιν \ставить в трудное положение βάζω σέ δύσκολη θέση· \ставить на голосование βάζω σέ ψηφοφορία, θέτω είς ψηφοφορίαν \ставить свою подпись βάζω τήν ὑπογραφή μου· ни в грош не \ставить кого-л. разг δένΛογαριάζω κάποιον (γιά τίποτα)· \ставить все на карту διακυβεύω τά πάντα, τά παίζω ὅλα γιά ὅλα. -
15 επέθεσα
αόρ. от επιθέτω -
16 накладывать
[*][νακλάντυβατ"][\*] ρ. βάζω, επιθέτω, θέτω -
17 надставить
-влю, -вишьρ.σ.μ.επιθέτω,επαυξάνω, αβγατίζω, επιμηκύνω, μακραίνω•рукава μακραίνω τα μανίκια.
-
18 наложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.2. καλύπτω, σκεπάζω.3. γεμίζω, πληρώ.4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•арест на имущество κατάσχω την περιουσία•
-запрт απαγορεύω•
наложить налог φορολογώ•
наложить штраф προστιμάρω•
наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•
наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.
|| γράφω• θεωρώ•наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•
наложить визу θεωρώ διαβατήριο,
5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.εκφρ.наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•- печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•наложить на себя руки – αυτοκτονώ. -
19 посадишь
ρ.σ.μ.1. φυτεύω•посадишь яблоню φυτεύω μηλιά.; посадишь цветы φυτεύω λουλούδια.
2. καθίζω, βάζω (βοηθώ) να καθίσει.3. αναγκάζω, υποχρεώνω•посадишь ребнка на уроки βάζω το παιδάκι να κάνει τα μαθήματα.
|| επιβιβάζω, μπαρκάρω παρέχω θέση. || διορίζω, τοποθετώ. || καθορίζω•посадишь больного на диету καθορίζω δίαιτα για τον άρρωστο.
4. θέτω•посадишь под арест βάζω υπο κράτηση•
посадишь в тюрьму φυλακίζω•
посадишь собаку на цепь δένω το σκυλί με την αλυσίδα.
5. προσγειώνω. || (για σκάφος) προσκρούω, καθίζω. || φορώ, ντύνω.7. επιθέτω•посадишь заплату βάζω μπάλωμα, μπαλώνω.
8. εγκατασταίνω•посадишь на землю εγκατασταίνω σε μόνιμη διαμονή (μη νομαδική).
-
20 привесить
ρ.σ.μ.1. κρεμώ, αναρτώ, εξαρτώ•привесить гирю на вервке δένω βαρίδι στην τριχιά.
2. επιθέτω βάρος.κρεμιέμαι, αν άρτι έ μα ι, εξαρτιέμαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… … Dictionary of Greek
ἐπιθέτω — ἐπίθετον additional neut nom/voc/acc dual ἐπίθετον additional neut gen sg (doric aeolic) ἐπίθετος additional masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπίθετος additional masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐπιθέτης plotter masc gen sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέτῳ — ἐπίθετον additional neut dat sg ἐπίθετος additional masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέτωι — ἐπιθέτῳ , ἐπίθετον additional neut dat sg ἐπιθέτῳ , ἐπίθετος additional masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτίθημι — ΜΑ [τίθημι] μσν. θέτω προς εξέταση, μελέτη αρχ. 1. τοποθετώ ολόγυρα, βάζω γύρω γύρω 2. περιβάλλω 3. επιθέτω, προσθέτω 4. ενώνω, συνάπτω 5. επισυνάπτω σε διάφορα σημεία ενός όλου 6. προσδένω 7. επιφέρω 8. παρέχω 9. επιθέτω, επιβάλλω 10. χρεώνω… … Dictionary of Greek
στεφανώνω — στεφανῶ, όω, ΝΜΑ [στέφανος] 1. τοποθετώ στεφάνι στο κεφάλι κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῡν», Ευρ.) 2. (κατ επέκτ.) απονέμω στέφανο ως βραβείο, επιβραβεύω («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας οὕνεκα στεφανοῡσι καὶ τιμῶσιν», Αριστοφ.) 3. επιθέτω στο κεφάλι… … Dictionary of Greek
σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α … Dictionary of Greek
αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω … Dictionary of Greek
ανθοστεφανώνω — (ιδίως η μετοχή ανθοστεφανωμένος) στεφανώνω με λουλούδια, επιθέτω άνθινο στεφάνι … Dictionary of Greek