-
1 убыточный
επιζήμιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убыточный
-
2 невыгодный
невыгодный ασύμφορος, ανεπικερδής* επιζήμιος (убыточный)* * *ασύμφορος, ανεπικερδής; επιζήμιος ( убыточный) -
3 убыточный
убыт||очныйприл ἐπιζήμιος, ἀσύμφορος, πού ἀφήνει ἐλλειμμα:\убыточныйочное издание ἔκδοση πού ἀφήνει Ελλειμμα. -
4 вредительский
επ.επιζήμιος, βλαβερός, σαμ-ποταρίστικός•-ие группы σαμποταριστικές ομάδες•
-ое действие σαμποταριστική δράση.
-
5 вредный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно. βλαβερός, επιβλαβής, επιζήμιος•-ая книга βλαβερό βιβλίο.
|| ανθυγιεινός•-ые условия жизни ανθυγιεινές συνθήκες ζωής.
|| κακός•вредный пример κακό παράδειγμα•
-ая привычка κακή συνήθεια.
-
6 накладистый
επ., βρ: -диет, -а, -оανώφελος, ανεπικερδής, επιζήμιος. -
7 разорительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноκαταστρεπτικός, -ροφικάς, ερημωτικός, σ.,α-νιστικός, ολέθριος. || δαπανηρός, πολυδάπανος, πολυέξοδος• επιζήμιος. -
8 тлетворный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. φθοροποιός, καταστροφικός, ολέθριος.2. μτφ. βλαβερός, επιβλαβής, επιζήμιος. -
9 убыточный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноεπιζήμιος, ασύμφορος, ακερδής, ανεπικερδής, απρόσφορος. -
10 шкодливый
επ., βρ: -лив, -а, -о (απλ.).1. βλαβερός, επιβλαβής, επιζήμιος.2. άτακτος-ζημιάρης.
См. также в других словарях:
ἐπιζήμιος — masc nom sg ἐπιζήμιος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιζήμιος — α, ο (AM ἐπιζήμιος, ον) αυτός που προκαλεί ζημιά, ο βλαβερός αρχ. 1. (για πράξη ή παράλειψη) αυτός που επισύρει ποινή, που τιμωρείται 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιζήμια η τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζημία] … Dictionary of Greek
επιζήμιος — α, ο επίρρ. α που προξενεί ζημία, επιβλαβής, ζημιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιζημίως — ἐπιζήμιος adverbial ἐπιζήμιος masc acc pl (doric) ἐπιζήμιος adverbial ἐπιζήμιος masc/fem acc pl (doric) ἐπιζημιόω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπιζημιόω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζήμιον — ἐπιζήμιος masc acc sg ἐπιζήμιος neut nom/voc/acc sg ἐπιζήμιος masc/fem acc sg ἐπιζήμιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζημίων — ἐπιζήμιος fem gen pl ἐπιζήμιος masc/neut gen pl ἐπιζήμιος masc/fem/neut gen pl ἐπιζημιόω mulct imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπιζημιόω mulct imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἐπιζημιόω mulct imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζημίοις — ἐπιζήμιος masc/neut dat pl ἐπιζήμιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζημίου — ἐπιζήμιος masc/neut gen sg ἐπιζήμιος masc/fem/neut gen sg ἐπιζημιόω mulct pres imperat act 2nd sg ἐπιζημιόω mulct pres imperat act 2nd sg ἐπιζημιόω mulct imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπιζημιόω mulct imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζημίους — ἐπιζήμιος masc acc pl ἐπιζήμιος masc/fem acc pl ἐπιζημιόω mulct imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἐπιζημιόω mulct imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζημίῳ — ἐπιζήμιος masc/neut dat sg ἐπιζήμιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζήμια — ἐπιζήμιος neut nom/voc/acc pl ἐπιζήμιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)