Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επιδοκιμάζω

См. также в других словарях:

  • επιδοκιμάζω — επιδοκιμάζω, επιδοκίμασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιδοκιμάζω — εγκρίνω, αποδέχομαι, επικροτώ («επιδοκιμάζω τις απόψεις σου») …   Dictionary of Greek

  • επιδοκιμάζω — επιδοκίμασα, επιδοκιμάστηκα, επιδοκιμασμένος, μτβ., κρίνω κάτι ως δόκιμο (βλ. λ.), το εγκρίνω ως καλό, το αποδέχομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιδοκιμάζω — ἐπί δοκιμάζω assay pres subj act 1st sg ἐπί δοκιμάζω assay pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπινεύω — Α επιδοκιμάζω επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπινεύω «συγκατανεύω, επιδοκιμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

  • αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… …   Dictionary of Greek

  • αλληλεπιδοκιμάζομαι — και αλληλο αλληλεπαινούμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επιδοκιμάζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • αναίνομαι — ἀναίνομαι (Α) 1. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι, αποκρούω, απορρίπτω με περιφρόνηση ή βδελυγμία 2. απαρνούμαι, αποκηρύσσω, δεν αναγνωρίζω 3. αποφεύγω να κάνω κάτι 4. ντρέπομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + αἴνομαι «βεβαιώνω, δέχομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αναβορβορύζω — ἀναβορβορύζω (Α) μουρμουρίζω δυνατά, επιδοκιμάζω φωναχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βορβορύζω «γουργουρίζω», λ. ηχομιμητική] …   Dictionary of Greek

  • αναθορυβώ — ( έω) (Α ἀναθορυβῶ) [θορυβῶ] κάνω θόρυβο, επιδοκιμάζω κάτι θορυβωδώς, επικροτώ κραυγάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θορυβῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»