-
1 одобрить
одобрить, одобрять εγκρίνω, επιδοκιμάζω· \одобрить предложение (проект) εγκρίνω την πρόταση ( το σχέδιο)* * *= одобрятьεγκρίνω, επιδοκιμάζωодо́брить предложе́ние (прое́кт) — εγκρίνω την πρόταση (το σχέδιο)
-
2 апробация
η επιδοκιμασία, η έγκριση, η δοκιμή-ировать επιδοκιμάζω, δοκιμά-ζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > апробация
-
3 апробировать
апроб||и́роватьсов и несов ἐπιδοκιμάζω, ἐγκρίνω. -
4 благословлять
благослов||ля́тьнесов1. εὐλογδν2. (одобрять) ἐγκρίνω, ἐπιδοκιμάζω;3. (благодарить) εὐγνωμονω:\благословлятьлять судьбу́ εὐγνωμονώ τήν τύχη. -
5 одобрение
одобрениес ἡ ἐπιδοκιμασία, ἡ ἔγκ-ριση [-ις]:выражать \одобрение ἐπιδοκιμάζω, ἐκφράζω τήν ἐπιδοκιμασία μου· встречать \одобрение ἔχω τήν ἐπιδοκιμασία -
6 одобрить
одобритьсов, одобрять несов ἐπιδοκιμάζω, ἐγκρίνω/ συγκατανεύω, συναινώ (соглашаться):\одобрить проект ἐγκρίνω τό σχέδιο. -
7 санкционировать
санкционироватьсов и несов'. (ἐπι)κυ-ρώνω, (έπι)κυρῶ/ ἐπιδοκιμάζω, ἐγκρίνω (одобрять). -
8 одобрять
[*][ανταμπργιάτ') ρ. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συναινώ -
9 одобрять
[ανταμπργιάτ'] ρ επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συναινώ -
10 ап(п)робировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ.1. (γραπ. λόγος) επιδοκιμάζω• συγκατατίθεμαι, συναινώ• εγκρίνω.2. δοκιμάζω, κάνω δοκιμή πειραματίζομαι (στην αγροκαλλιέργεια).επιδοκιμάζομαι κλπ. ρ.μ. -
11 одобрить
ρ.σ.μ.επιδοκιμάζω, επικροτώ, εγκρίνω•одобрить проэкт резолюции εγκρίνω σχέδιο απόφασης.
-
12 приветствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.μ.1. (στον παρλθ. χρ. είναι δ.κ.σ.) χαιρετώ, -τιζω απευθύνω χαιρετισμό. || προσφωνώ. || επευφημώ.2. μτφ. εγκρίνω, επιδοκιμάζω•инициативу товарища χαιρετίζω την πρωτοβουλία του συντρόφου•
-
13 санкционировать
ρ.δ.κ.σ.μ. (νομ.)επικυρώνω. || εγκρίνω, επιδοκιμάζω• αποδέχομαι,επικυρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
επιδοκιμάζω — επιδοκιμάζω, επιδοκίμασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιδοκιμάζω — εγκρίνω, αποδέχομαι, επικροτώ («επιδοκιμάζω τις απόψεις σου») … Dictionary of Greek
επιδοκιμάζω — επιδοκίμασα, επιδοκιμάστηκα, επιδοκιμασμένος, μτβ., κρίνω κάτι ως δόκιμο (βλ. λ.), το εγκρίνω ως καλό, το αποδέχομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδοκιμάζω — ἐπί δοκιμάζω assay pres subj act 1st sg ἐπί δοκιμάζω assay pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπινεύω — Α επιδοκιμάζω επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπινεύω «συγκατανεύω, επιδοκιμάζω»] … Dictionary of Greek
αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
αλληλεπιδοκιμάζομαι — και αλληλο αλληλεπαινούμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επιδοκιμάζω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
αναίνομαι — ἀναίνομαι (Α) 1. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι, αποκρούω, απορρίπτω με περιφρόνηση ή βδελυγμία 2. απαρνούμαι, αποκηρύσσω, δεν αναγνωρίζω 3. αποφεύγω να κάνω κάτι 4. ντρέπομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + αἴνομαι «βεβαιώνω, δέχομαι,… … Dictionary of Greek
αναβορβορύζω — ἀναβορβορύζω (Α) μουρμουρίζω δυνατά, επιδοκιμάζω φωναχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βορβορύζω «γουργουρίζω», λ. ηχομιμητική] … Dictionary of Greek
αναθορυβώ — ( έω) (Α ἀναθορυβῶ) [θορυβῶ] κάνω θόρυβο, επιδοκιμάζω κάτι θορυβωδώς, επικροτώ κραυγάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θορυβῶ] … Dictionary of Greek