Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

επιδεομαι

См. также в других словарях:

  • ἐπιδέομαι — ἐπιδέω bind pres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) ἐπιδέω 1 bind pres ind mp 1st sg ἐπιδέω 2 want pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπιδεής — ἀνεπιδεής, ές (Α) ο ανενδεής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιδεής (< επιδέομαι) «ενδεής»] …   Dictionary of Greek

  • επιδέω — (I) ἐπιδέω (Α) 1. δένω επάνω, προσδένω («ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους έπιδέεσθαι» λοφία πάνω στα κράνη, Ηρόδ.) 2. δένω με επίδεσμο, φασκιώνω («πολλοὺς... τραύματα ἐπιδεδεμένους», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέω «δένω»]. (II) ἐπιδέω (AM) είμαι ελλιπής,… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιδέομαι — Α έχω ανάγκη από κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιδέομαι «έχω έλλειψη, στερούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՐՕՏԻՄ — (եցայ.) NBH 1 1077 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c ձ. ԿԱՐՕՏԻՄ ἑνδέομαι, ἑπιδέομαι, ἁπορέω egeo, indigeo, deficio. որ եւ ԿԱՐՕՏԱՆԱԼ. Կարօտ լնել կամ գտանիլ. կարիս եւ պէտս ունել. եւ Չքաւորիլ. նուազիլ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»