-
1 επιβάτης
-
2 ἐπιβάτης
-
3 επιβατης
1) эпибат, солдат морской пехоты Her., Thuc., Lys.2) пассажир на корабле, мореход Her., Dem.3) воин на колеснице Plat.4) всадник Arst., Plut. -
4 επιβατής
-
5 ἐπιβατῆς
-
6 επιβάτης
ο, επιβάτρια и επιβάτισσα [(-ις (-ιδος)] η пассажир, -ка;καθιστός ( — или καθήμενος) επιβάτης — сидящий пассажир;
ορθιος επιβάτης — стоящий пассажир
-
7 ἐπιβάτης
-ου ὁ N 1 0-5-1-1-1=8 2 Kgs 7,14; 9,17.18.19; 18,23rider, horseman 2 Kgs 9,17; soldier on board ship, mariner Ez 27,29ἐπιβάτης ἵππου horseman 2 Kgs 9,18 -
8 επιβάτης
[эпивагис] ουσ α пассажир. -
9 επιβάτης
el viatger -
10 ἐπιβάτης
A one who mounts or embarks:1. ἐπιβάται, οἱ, soldiers on board ship, fighting men, opp. the rowers and seamen, marines, Hdt.6.12, 7.100, Th.3.95, Plb. 1.51.2, etc.b. merchant on board ship, supercargo, D.34.51, 56.10.c. passenger on ship, D.Chr.1.29, al., Plu.in Hes.8.d. subordinate officer in the Spartan navy, Th.8.61, X.HG1.3.17, Hell. Oxy.17.4.2. fighting man in a chariot, Pl.Criti. 119b; on an elephant, Arr.An.5.17.3.4. male quadruped, Gp.16.21.9.5. heel, Hsch.6. middle finger, [Ruf.] Onom.App.p.600R.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβάτης
-
11 ἐπιβάτης
-
12 επιβάτης
passager -
13 επιβάτης
1) pasażer (m) rzecz.2) pasażerski przym.3) podróżny przym. -
14 επιβάτης
cestující -
15 επιβάτης
passengerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιβάτης
-
16 passager
επιβάτης -
17 passenger
επιβάτης -
18 pasażer
επιβάτης -
19 pasażerski
επιβάτης -
20 пассажир
См. также в других словарях:
ἐπιβάτης — one who mounts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβάτης — ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM ἐπιβάτης, ο θηλ. ἐπιβάτις) [επιβαίνω] ταξιδιώτης με πλοίο μσν. νεοελλ. αρχιερέας που κατέχει αντικανονικά επισκοπικό θρόνο («επιβάτης τού θρόνου») νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε οποιοδήποτε μεταφορικό… … Dictionary of Greek
επιβάτης — ο θηλ. ισσα και άτρια 1. αυτός που ταξιδεύει με πλοίο, σιδηρόδρομο, αεροπλάνο ή άλλο μεταφορικό μέσο (χωρίς να ανήκει στο προσωπικό του). 2. (εκκλησ.), αυτός που κατέλαβε βίαια και διατηρεί παράνομα κάποιο εκκλησιαστικό αξίωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιβατῆς — ἐπιβατός that can be climbed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑπιβάτης — ἐπιβάτης , ἐπιβάτης one who mounts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάται — ἐπιβάτης one who mounts masc nom/voc pl ἐπιβάτᾱͅ , ἐπιβάτης one who mounts masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατέων — ἐπιβάτης one who mounts masc gen pl (epic ionic) ἐπιβατέον one must tread masc/neut gen pl ἐπιβατός that can be climbed masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατῶν — ἐπιβάτης one who mounts masc gen pl ἐπιβατός that can be climbed fem gen pl ἐπιβατός that can be climbed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάταις — ἐπιβάτης one who mounts masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάτην — ἐπιβάτης one who mounts masc acc sg (attic epic ionic) ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd dual (epic) ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάτου — ἐπιβάτης one who mounts masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)