-
1 пассажир
-
2 транзитный
транзитный: \транзитныйая виза η βίζα τράνζιτο· \транзитный пассажир о επιβάτης με τράνζιτο* * *транзи́тная ви́за — η βίζα τράνζιτο
транзи́тный пассажи́р — ο επιβάτης με τράνζιτο
-
3 палубный
палуб||ныйприл:\палубныйный пассажир ὁ ἐπιβάτης τοῦ καταστρώματος. -
4 пассажир
пассажирм ὁ ἐπιβάτης, ὁ ταξειδιώτης:безбнлетный \пассажир ὁ λαθρεπιβάτης. -
5 седок
седокм ὁ ἐπιβάτης/ ὁ καβαλλάρης (всадник). -
6 транзитный
транзит||ныйприл διαμετακομιστικός, ὑπό διαμετακόμιση [-ιν], πού περνᾶ τράνζιτο:\транзитныйные товары τά ἐμπορεύματα ὑπό διαμετακόμιση· \транзитныйный пассажир ὁ ἐπιβάτης πού περνἄ τράνζιτο. -
7 пассажир
-а α.-ка, -и θ.επιβάτης, -ισσα -
8 проспать
ρ.σ.1. κοιμούμαι (για ένα χρον. διάστημα)•я -ал семь часов κοιμήθηκα εφτά ώρες.
2. κοιμούμαι πολύ, παρακοιμούμαι.3. αφήνω, προσπερνώ (λόγω ύπνου)•пассажир -ал станцию ο επιβάτης πέρασε το σταθμό, γιατί κοιμήθηκε.
συνέρχομαι από τη μέθη (με τον ύπνο). -
9 седок
-а α.1. ιππέας, καβαλάρης• αναβάτης.2. επιβάτης αλογάμαξας.
См. также в других словарях:
ἐπιβάτης — one who mounts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβάτης — ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM ἐπιβάτης, ο θηλ. ἐπιβάτις) [επιβαίνω] ταξιδιώτης με πλοίο μσν. νεοελλ. αρχιερέας που κατέχει αντικανονικά επισκοπικό θρόνο («επιβάτης τού θρόνου») νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε οποιοδήποτε μεταφορικό… … Dictionary of Greek
επιβάτης — ο θηλ. ισσα και άτρια 1. αυτός που ταξιδεύει με πλοίο, σιδηρόδρομο, αεροπλάνο ή άλλο μεταφορικό μέσο (χωρίς να ανήκει στο προσωπικό του). 2. (εκκλησ.), αυτός που κατέλαβε βίαια και διατηρεί παράνομα κάποιο εκκλησιαστικό αξίωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιβατῆς — ἐπιβατός that can be climbed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑπιβάτης — ἐπιβάτης , ἐπιβάτης one who mounts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάται — ἐπιβάτης one who mounts masc nom/voc pl ἐπιβάτᾱͅ , ἐπιβάτης one who mounts masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατέων — ἐπιβάτης one who mounts masc gen pl (epic ionic) ἐπιβατέον one must tread masc/neut gen pl ἐπιβατός that can be climbed masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατῶν — ἐπιβάτης one who mounts masc gen pl ἐπιβατός that can be climbed fem gen pl ἐπιβατός that can be climbed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάταις — ἐπιβάτης one who mounts masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάτην — ἐπιβάτης one who mounts masc acc sg (attic epic ionic) ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd dual (epic) ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάτου — ἐπιβάτης one who mounts masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)