-
1 неоднократно
επανειλημμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неоднократно
-
2 неоднократно
-
3 неоднократно
неоднократн||онареч ἐπανειλημμένα [-ως], πολλές φορές, πολλάκις. -
4 always
['o:lweiz]1) (at all times: I always work hard; I'll always remember her.) πάντα2) (continually or repeatedly: He is always making mistakes.) επανειλημμένα, συνεχώς -
5 repeatedly
adverb (many times: I've asked him for it repeatedly.) επανειλημμένα -
6 многажды
επίρ. παλ. πολλές φορές, επανειλημμένα. -
7 многократно
επίρ.επανειλημμένα, πολλές φορές, συχνά. -
8 неоднократно
επίρ.επανειλημμένα, συχνά, συνεχώς, πολλές φορές. -
9 перевидать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевиданный, βρ: -дан, -а, -оρ.σ.μ. βλέπω πολλά ή επανειλημμένα. -
10 повторно
επίρ.επανειλημμένα δις. -
11 раз
раз 1-а, πλθ. разы, раз α.1. φορά•один -μια φορά•
два -а δυό φορές•
пять раз (πλ θ.) πέντε φορές•
много раз πολλές φορές•
всякий раз κάθε φορά•
не раз όχι μια φορά (επανειλημμένα)•
иной (другой) раз άλλη φορά•
раз навсегда μια για πάντα•
ни -у ούτε μια φορά•
в последний раз (για) τελευταία φορά•
в тот раз εκείνη τη φορά• раз - другой μερικές φορές•
раз за -ом αλλεπάλληλα•
раз на раз не приходится το ίδιο πράγμα δεν επαναλαβαίνεται ακριβώς•
ещё раз ακόμα μια φορά•
раз от -у από περίπτωση σε περίπτωση.
2. (αριθμητικό)• ένας, μία, ένα•раз, два, три... ένα, δύο, τρία...
εκφρ.раз-два и готово – ένα-δυό και έτοιμο, στο άψε-σβήσε, στο πι και στο φι•в самый раз – α) στον πιο κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη ώρα ή στιγμή, β) ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα, απούντο•ни -у не... – ούτε μια φορά δεν...• дать -а (απλ.) χτυπώ.раз 2ως κατηγ. με σημ. ξαφνικά, απότομα ή απροσδόκητα: μπαμ, παφ, φραπ, φριστ κ.τ.τ.раз 3επίρ.μια φορά, κάποια φορά, κάποτε, μια μέρα•раз он приходит ко мне и говорит μια φορά αυτός έρχεται σε μένα και λέει•
раз был со мной такой случай μου έτυχε κάποτε τέτοια περίπτωση.
раз 4σύνδ. υποθετικός• αν, εάν, άμα, μια και•раз не знаешь, ни говори άμα δεν ξέρεις, μή μιλάς.
εκφρ.раз что... – παλ. βλ. раз.
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Βαλέριος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Αντίας (Valerius Antias, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος χρονογράφος. Τα Χρονικά του (75 τόμοι) αναφέρονται στην ιστορία της Ρώμης από την κτίση της έως τον θάνατο του Σύλλα. Ο Τίτος Λίβιος και ο Πλούταρχος τον… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Κακλαμάνης, Απόστολος — (Καρυά Λευκάδας 1936 –).Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος. Το 1964 διετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου). Επί δικτατορίας… … Dictionary of Greek