Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

επαναμενω

См. также в других словарях:

  • επαναμένω — ἐπαναμένω και ποιητ. τ. ἐπαμμένω (Α) 1. περιμένω για πολύ, αναμένω επί πλέον («ἐπανέμειναν γὰρ οἱ Ἀθηναῑοι διατρίβοντες», Ηρόδ.) 2. απλώς, περιμένω κάποιον και απρόσ. ἐπαμμένει («ὅ, τι μ ἐπαμμένει παθεῑν» ό,τι με περιμένει να πάθω, να υποφέρω,… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαμμένει — ἐπαναμένω wait longer pres ind mp 2nd sg ἐπαναμένω wait longer pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναμένει — ἐπαναμένω wait longer pres ind mp 2nd sg ἐπαναμένω wait longer pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανέμενον — ἐπαναμένω wait longer imperf ind act 3rd pl ἐπαναμένω wait longer imperf ind act 1st sg ἐπανίημι let loose at aor part mid masc acc sg (ionic) ἐπανίημι let loose at aor part mid neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναμείνωμεν — ἐπαναμένω wait longer aor subj act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναμένειν — ἐπαναμένω wait longer pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναμένων — ἐπαναμένω wait longer pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανάμεινον — ἐπαναμένω wait longer aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανέμειναν — ἐπαναμένω wait longer aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναμενούσας — ἐπαναμενούσᾱς , ἐπαναμένω wait longer fut part act fem acc pl (attic epic doric) ἐπαναμενούσᾱς , ἐπαναμένω wait longer fut part act fem gen sg (doric) ἐπαναμενούσᾱς , ἐπαναμένω wait longer pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαμμένω — ἐπαμμένω (Α) ποιητ. τ. αντί επαναμένω περιμένω επιπλέον («ἀλλά μοι τορῶς τεκμήριον ὅ, τι μ ἐπαμμένει παθεῑν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + μένω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»