-
1 профессиональный
επαγγελματικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профессиональный
-
2 профессиональный
-
3 артель
ο επαγγελματικός συνεταιρισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > артель
-
4 приёмник
1. (прад., рлк.) о δέκτ/ηςрадиолокационный - ο ραδιοεντοπιστής, το ραντάρ (ξεν)- сигнала бедствия автоматический αυτόματος - του σήματος ανάγκης/κινδύνου2. (сборник) о συλλέκτης 3. (ёмкость) η υποδοχή, το δοχείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приёмник
-
5 профессионализм
1. (занятие чем-л. как профессией) о επαγγελματισμός 2. лингв. о (επαγγελματικός) όρος, η επαγγελματική ορολογία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профессионализм
-
6 разряд
1. (группировка объектов) η κατηγορία, η ομάδα 2. эл. η εκκένωση, η εκφόρτιση (του ηλεκτρισμού)атмосферные - ы οι ατμοσφαιρικές παρεμβολές, τα αιμοσφαιρικά παράσιταсамостягивающийся - αυτο-συστελλόμενη - (κάτω από την επίδραση του μαγνητικού πεδίου)3. (вчт., мат) το (δυαδικό) ψηφίο 4. (степень) о βαθμός, το είδος, η κατηγορία, η τάξη 5. (электронный) η ηλεκτρονική εκκένωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разряд
-
7 спорт
ο αθλητισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спорт
-
8 профессиональный
профессионал||ьныйприл ἐπαγγελματικός:\профессиональныйьный союз τό συνδικάτο, τό ἐπαγγελματικό σωματείο· \профессиональныйьный революционер ὁ ἐπαγγελματίας ἐπαναστάτης. -
9 профессиональный
[πραφισσιανάλ'νυϊ] επ. επαγγελματικός -
10 профессиональный
[πραφισσιανάλ'νυϊ] επ επαγγελματικός -
11 доносительство
-а ουδ.παλ. επαγγελματικός χαφιεδισμός. -
12 мастеровой
επ.1. επαγγελματικός, βιοτεχνικός.2. ουσ.επαγγελματίας, βιοτέχνης. -
13 промысловый
επ.επαγγελματικός βιομη-χνικός•-ая кооперация βιοτεχνική συνεργατική.
|| κυνηγετικός αλιευτικός•промысловый зверь το θήραμα•
-ое судно αλιευτικό σκάφος.
-
14 профессиональный
επ.επαγγελματικός•профессиональный интерес επαγγελματικό συμφέρο•
-ые болезни επαγγελαμτικές ασθένειες•
профессиональный игрок επαγγελματίας παίχτης.
εκφρ.профессиональный союз – το συνδικάτο. -
15 фабрично-заводский
κ. фабрично-заводскойεπ.επαγγελματικός•-ое обучение επαγγελματική εκπαίδευση.
См. также в других словарях:
επαγγελματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επαγγελματία ή στα επαγγέλματα («επαγγελματικά σωματεία», «επαγγελματική εκπαίδευση», «επαγγελματικό επιμελητήριο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. officiel που αργότερα μεταφράστηκε «επίσημος»). Η … Dictionary of Greek
επαγγελματικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται σε επαγγελματία ή επαγγέλματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαγγελματικός προσανατολισμός — Κοινωνική υπηρεσία που προσφέρει διευκρινίσεις και συμβουλές σχετικά με την εκλογή της σχολικής κατεύθυνσης, σε συνάρτηση με αυτήν της επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του καθενός και… … Dictionary of Greek
πλοίαρχος — Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
κολλήγιον — κολλήγιον, τὸ (Α) ιερατικός ή επαγγελματικός σύλλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. collegium βλ. και λ. κολέγιο] … Dictionary of Greek