-
1 нарочно
-
2 намерен:но
намерен:||нонареч ἐπίτηδες, ἐπιταυτοῦ. -
3 нарочито
нарочи́т||онареч σκόπιμα, ἐπίτηδες, ἀπό σκοπού, ἐκ προθέσεως. -
4 нарочно
нарочнонареч1. ἐπίτηδες, σκόπιμα, ἐξεπίτηδες, ἐπί τούτω, θεληματικά·2. (в шутку) στ' ἀστεία, στά χωρατά· ◊ как \нарочно ἐξεπίτηδες. -
5 сознательно
сознательн||онареч1. συνειδητά [-ῶς], ἐνσυνειδήτως, ἐν ἐπιγνώσει·2. (намеренно, с умыслом) συνειδητά [-ῶς], ἐπίτηδες, σκόπιμα, σκοπίμως. -
6 умысел
у́мыс||елм ὁ σκοπός, ἡ πρόθεση [-ις], ἡ προμελέτη:с \умыселлом ἐπίτηδες, ἐκ προμελέτης, σκόπιμα· без всякого \умыселла а) χωρίς καμμιά πρόθεση, ὄχι σκόπιμα, б) ἐξ ἀπροσεξίας (нечаянно)· со злым \умыселлом μέ κακό σκοπό. -
7 умышленно
умышленн||онареч ἐπίτηδες, σκόπιμα, σκοπίμως, ἐκ προθέσεως, ἐκ προμελέτης. -
8 намеренно
[ναμιέριννα] επίρ. επίτηδες -
9 нарочно
[ναρόσνα] εκίρ. επίτηδες -
10 умышленно
[ουμύσλιννα] επίρ. επίτηδες, σκόπιμα -
11 намеренно
[ναμιέριννα] επίρ επίτηδες -
12 нарочно
[ναρόσνα] επίρ επίτηδες -
13 умышленно
[ουμύσλιννα] επίρ επίτηδες, σκόπιμα -
14 грех
-а α.1. (θρηακ.) αμαρτία, αμάρτημα, ανόμημα•впасть в грех πέφτω σε αμαρτία, αμαρταίνω.
2. πράξη αξιοκατάκριτη•-и молодости αμαρτίες της νεανικής ηλικίας.
εκφρ.дурен, как смертный грех – ασχημομούρης, κακομούτσινος, δυσειδέστατος•как на грех – σα να τον έβαλε ο διάβολος (επίτηδες)•от -а подальше – μακριά από αμαρτίες (ανόσιες πράξεις)•с -ом пополам – όπως-όπως, μόλις και μετά βίας, τσίμα-τσίμα, κούτσα-κούτσα, κουτσά-στραβά•что ή нечего -а таить – δεν πρέπει να το κρύβομαι (να το λέμε ανοιχτά). -
15 намеренно
επίρ.σκόπιμα, εσκεμμένα, από σκοπού• με πρόθεση, επίτηδες, επι τούτου. -
16 нарочито
επίρ.σκόπιμα, επίτηδες, εσκεμμένα. -
17 нарочно
(προφ. -ошно)επίρ.1. σκόπιμα, εσκεμμένα, από σκοπού, επιταυτού, επί τούτου.2. αστεία, στ αστεία, χάρη αστειότητας.εκφρ.как (будто, словно, точно) нарочно – σκόπιμα, επίτηδες, επι τούτο (πεισματικά, για κακό).
См. также в других словарях:
ἐπιτηδές — of set purpose indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίτηδες — of set purpose indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίτηδες — (Α ἐπίτηδες και ἐπιτηδές) επίρρ. γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «τό έκανε επίτηδες» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῑν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ… … Dictionary of Greek
επίτηδες — επίρρ. τροπ., γι αυτό το σκοπό, σκόπιμα, από πρόθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'πίτηδες — ἐπίτηδες , ἐπίτηδες of set purpose indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκών — ούσα, όν (AM ἑκών, οῡσα, όν) αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής αρχ. 1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» επίτηδες αποτύγχανε) 2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» όσο εξαρτάται από… … Dictionary of Greek
ξαποστάρικο — (ιδιωμ. τ.) επίρρ. επίτηδες, σκόπιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *ξαποστάρικος (< ιδιωμ. επιρρ. ξαπόστα «επίτηδες» < ιταλ. apposta, πρβλ. απόστα) ως επίρρ.] … Dictionary of Greek
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
BURAICUS — epitheton Herculis, et nomen amnis. Pausan. Achaicis. Qua ad mare ex Bura descenditur, amnis est Buraicus nomine, et in (proxima) spelunca non itu magnum Herculis signum: Buraico et ipsi cognomen. Oraculi (cuius) sortes capiuntur per talos. Qui… … Hofmann J. Lexicon universale
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
αλεκτρυών — Μυθολογικό πρόσωπο Ο Α. ήταν νεαρός φίλος του Άρη, ο οποίος, κάθε φορά που ο θεός του πολέμου συναντιόταν με την Αφροδίτη, καθόταν φρουρός έξω από το δωμάτιο για να τους προειδοποιεί όταν έβγαινε ο ήλιος. Μια νύχτα, όμως, ο Α. αποκοιμήθηκε και ο… … Dictionary of Greek