-
21 αγνάντι(α)
επίρρ. напротив, против; на противоположной стороне -
22 αγορίστικα
επίρρ. по-мальчишески, под мальчика -
23 αδευτέρωτα
επίρρ. обл залпом, без передышки. -
24 αδιάκριτα
επίρρ.1) невежливо, бестактно; 2) нахально, нагло -
25 αδιαμαρτύρητα
επίρρ. без протеста, безропотно, терпеливо -
26 αδιάφορα
επίρρ.1) всё равно, безразлично; 2) равнодушно, безучастно; индифферентно -
27 αδιαφόρετα
επίρρ. без выгоды; бескорыстно;τίποτε δεν κάνει αδιαφόρετα — он ничего не делает бескорыстно;
δανείζω αδιαφόρετα — давать взаймы без процентов
-
28 άδικα
-
29 άδίκως
επίρρ. см. άδικα -
30 αδρά
επίρρ.1) очень дорого, по высокой цене; 2) щедро -
31 αεί
επίρρ. уст. всегда, постоянно, вечно -
32 αείποτε
επίρρ. уст. вечно, всегда -
33 αεροστεγώς
επίρρ. герметически -
34 αετηδόν
επίρρ. как орёл -
35 αθόρυβα
επίρρ. незаметно, тихо, бесшумно -
36 αισθητικώς
επίρρ.1) посредством чувств, чувственным образом; 2) эстетически -
37 αισθητώς
επίρρ. заметно, значительно, сильно;η θερμοκρασία αισθητώς υψώθη — температура значительно поднялась
-
38 αισίως
επίρρ. благополучно, успешно, удачно -
39 αίφνης
επίρρ. внезапно, вдруг, неожиданно -
40 ακατασχέτος
επίρρ. см. ακατάσχετα
См. также в других словарях:
δεξιάθε — επίρρ. από τα δεξιά· [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. δεξιά + (επίρρ. κατάλ.) θε(ν)] … Dictionary of Greek
ολωσδιόλου — επίρρ. εντελώς, καθ ολοκληρίαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ὅλως + επίρρ. διόλου] … Dictionary of Greek
άλλως — επίρρ. (Α ἄλλως) με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώς νεοελλ. 1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή 2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστε εκτός τούτου, εξάλλου αρχ. 1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως… … Dictionary of Greek
αίφνης — επίρρ. (Α αἴφνης) ξαφνικά, έξαφνα, αιφνιδίως νεοελλ. απροσδόκητα, ανέλπιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη μορφή τού συνθ. εξ αίφνης, τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται προς τα… … Dictionary of Greek
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
ακρόμακρα — επίρρ. σε αρκετή απόσταση, μακρούτσικα (Ερωτόκρ. Β. 1, 429). [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + επίρρ. μακρά] … Dictionary of Greek
αλλιώς — επίρρ. (Μ ἀλλέως) με άλλο τρόπο, αλλιώτικα, διαφορετικά νεοελλ. 1. άλλως, ειδεμή 2. φρ. «έτσι κι αλλιώς», οπωσδήποτε, αναπόφευκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλεῶς < μσν. ἀλλέως, πιθ. < επίθ. ἀλλέος κατά τα επιρρ. σε έως. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλιώτικος] … Dictionary of Greek
αλλούθε — επίρρ. 1. (κίνηση από τόπο) από αλλού, από άλλο τόπο 2. (σπανιότερα κίνηση προς τόπο) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος 3. από άλλο πρόσωπο, άλλη πηγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλού + επιρρ. κατάλ. θε (< αρχ. θεν)] … Dictionary of Greek
αποκαινουργής — επίρρ. από την αρχή, εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + καινούργιος + επίρρ. κατάλ. ής (πρβλ. καταγής, μισοτιμής κ.ά.] … Dictionary of Greek
γιαδά — επίρρ. για τώρα, προς το παρόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < για + (χρον. επίρρ.) εδά «τώρα», με συνεκφορά] … Dictionary of Greek
καμποσάκι — επίρρ. καθόλου («μη βαρεθείς τη στράτα καμποσάκι», Βοσκοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. κάμποσο + υποκορ. κατάλ. άκι, πρβλ. λίγο > λιγ άκι] … Dictionary of Greek