-
1 αβέρτα
επίρρ.1) открыто, откровенно;του τα είπα αβέρτα — я ему всё сказал в лицо;
2) широко, безрассудно, необдуманно (тратить);αυτός ξοδεύει αβέρτα — он тратит (деньги) не думая
-
2 άβιαστα
επίρρ. не торопясь, не спеша -
3 αβίαστα
επίρρ.1) легко, без труда; свободно, непринуждённо; 2) без насилия -
4 άβολα
επίρρ.1) неудобно, несподручно; 2) неуютно -
5 αβρά
επίρρ. нежно, мягко; вежливо, деликатно -
6 αγάλι(α)
-
7 αγάλι(α)
-
8 άγαν
επίρρ. слишком много, чрезмерно, чересчур -
9 αγαπημένα
επίρρ. дружно, в согласии -
10 άγαρ(μ)πα
επίρρ.1) неуклюже; 2) резко, грубо -
11 άγαρ(μ)πα
επίρρ.1) неуклюже; 2) резко, грубо -
12 αγγάρεια
επίρρ.1) не по доброй воле, насильно; принудительно; 2) без охоты, неохотно; без огонька -
13 αγγαρικά
επίρρ. см. αγγαρεία -
14 αγγιαχτά
επίρρ. едва касаясь -
15 αγεληδόν
επίρρ.1) стадом; 2) пренебр, стадом, кучей, толпой -
16 αγευστί
επίρρ. натощак -
17 αγκαλιαστά
επίρρ. обнявшись, в обнимку -
18 αγκρίνιαστα
επίρρ.1) не жалуясь, безропотно; 2) не ссорясь, мирно -
19 αγλήγορα
επίρρ. быстро, скоро -
20 αγνάντι(α)
επίρρ. напротив, против; на противоположной стороне
См. также в других словарях:
δεξιάθε — επίρρ. από τα δεξιά· [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. δεξιά + (επίρρ. κατάλ.) θε(ν)] … Dictionary of Greek
ολωσδιόλου — επίρρ. εντελώς, καθ ολοκληρίαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ὅλως + επίρρ. διόλου] … Dictionary of Greek
άλλως — επίρρ. (Α ἄλλως) με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώς νεοελλ. 1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή 2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστε εκτός τούτου, εξάλλου αρχ. 1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως… … Dictionary of Greek
αίφνης — επίρρ. (Α αἴφνης) ξαφνικά, έξαφνα, αιφνιδίως νεοελλ. απροσδόκητα, ανέλπιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη μορφή τού συνθ. εξ αίφνης, τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται προς τα… … Dictionary of Greek
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
ακρόμακρα — επίρρ. σε αρκετή απόσταση, μακρούτσικα (Ερωτόκρ. Β. 1, 429). [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + επίρρ. μακρά] … Dictionary of Greek
αλλιώς — επίρρ. (Μ ἀλλέως) με άλλο τρόπο, αλλιώτικα, διαφορετικά νεοελλ. 1. άλλως, ειδεμή 2. φρ. «έτσι κι αλλιώς», οπωσδήποτε, αναπόφευκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλεῶς < μσν. ἀλλέως, πιθ. < επίθ. ἀλλέος κατά τα επιρρ. σε έως. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλιώτικος] … Dictionary of Greek
αλλούθε — επίρρ. 1. (κίνηση από τόπο) από αλλού, από άλλο τόπο 2. (σπανιότερα κίνηση προς τόπο) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος 3. από άλλο πρόσωπο, άλλη πηγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλού + επιρρ. κατάλ. θε (< αρχ. θεν)] … Dictionary of Greek
αποκαινουργής — επίρρ. από την αρχή, εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + καινούργιος + επίρρ. κατάλ. ής (πρβλ. καταγής, μισοτιμής κ.ά.] … Dictionary of Greek
γιαδά — επίρρ. για τώρα, προς το παρόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < για + (χρον. επίρρ.) εδά «τώρα», με συνεκφορά] … Dictionary of Greek
καμποσάκι — επίρρ. καθόλου («μη βαρεθείς τη στράτα καμποσάκι», Βοσκοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. κάμποσο + υποκορ. κατάλ. άκι, πρβλ. λίγο > λιγ άκι] … Dictionary of Greek