Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

επίρρ

См. также в других словарях:

  • δεξιάθε — επίρρ. από τα δεξιά· [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. δεξιά + (επίρρ. κατάλ.) θε(ν)] …   Dictionary of Greek

  • ολωσδιόλου — επίρρ. εντελώς, καθ ολοκληρίαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ὅλως + επίρρ. διόλου] …   Dictionary of Greek

  • άλλως — επίρρ. (Α ἄλλως) με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώς νεοελλ. 1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή 2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστε εκτός τούτου, εξάλλου αρχ. 1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως… …   Dictionary of Greek

  • αίφνης — επίρρ. (Α αἴφνης) ξαφνικά, έξαφνα, αιφνιδίως νεοελλ. απροσδόκητα, ανέλπιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη μορφή τού συνθ. εξ αίφνης, τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται προς τα… …   Dictionary of Greek

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • ακρόμακρα — επίρρ. σε αρκετή απόσταση, μακρούτσικα (Ερωτόκρ. Β. 1, 429). [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + επίρρ. μακρά] …   Dictionary of Greek

  • αλλιώς — επίρρ. (Μ ἀλλέως) με άλλο τρόπο, αλλιώτικα, διαφορετικά νεοελλ. 1. άλλως, ειδεμή 2. φρ. «έτσι κι αλλιώς», οπωσδήποτε, αναπόφευκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλεῶς < μσν. ἀλλέως, πιθ. < επίθ. ἀλλέος κατά τα επιρρ. σε έως. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλιώτικος] …   Dictionary of Greek

  • αλλούθε — επίρρ. 1. (κίνηση από τόπο) από αλλού, από άλλο τόπο 2. (σπανιότερα κίνηση προς τόπο) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος 3. από άλλο πρόσωπο, άλλη πηγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλού + επιρρ. κατάλ. θε (< αρχ. θεν)] …   Dictionary of Greek

  • αποκαινουργής — επίρρ. από την αρχή, εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + καινούργιος + επίρρ. κατάλ. ής (πρβλ. καταγής, μισοτιμής κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • γιαδά — επίρρ. για τώρα, προς το παρόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < για + (χρον. επίρρ.) εδά «τώρα», με συνεκφορά] …   Dictionary of Greek

  • καμποσάκι — επίρρ. καθόλου («μη βαρεθείς τη στράτα καμποσάκι», Βοσκοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. κάμποσο + υποκορ. κατάλ. άκι, πρβλ. λίγο > λιγ άκι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»