-
1 včasný
επίκαιρος -
2 opportune
επίκαιρος -
3 pomyślny
επίκαιρος -
4 güncel
επίκαιρος, σύγχρονος -
5 актуальный
актуальный επίκαιρος \актуальный вопрос το επίκαιρο πρόβλημα* * *актуа́льный вопро́с — το επίκαιρο πρόβλημα
-
6 злободневный
злободневный επίκαιρος \злободневный вопрос το φλέγον ζήτημα* * *злободне́вный вопро́с — το φλέγον ζήτημα
-
7 своевременный
своевременный έγκαιρος* εμπρόθεσμος (β срок)' επίκαιρος (актуальный)* * *έγκαιρος; εμπρόθεσμος ( в срок); επίκαιρος ( актуальный) -
8 актуальный
(важный для настоящего времени) επίκαιρος, ζωτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > актуальный
-
9 злободневность
η επικαιρότητα, -ый επίκαιρος, φλέγωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > злободневность
-
10 актуальностьый
актуальность||ыйприл ἐπίκαιρος:\актуальностьыйый вопрос τό ἐπίκαιρο ζήτημα -
11 животрепещущий
животрепещущ||ийприл ἐπίκαιρος, φλέγων:\животрепещущий вопрос τό ἐπίμαχο (или τό φλέγο) ζήτημα· \животрепещущийая тема τό ἐπίκαιρο θέμα. -
12 злободнеаный
злободнеан||ыйприл ἐπίμαχος, ἐπίκαιρος:\злободнеаныйый вопрос τό ἐπίκαιρον (или τό φλέγον) ζήτημα. -
13 своевременный
своевременн||ыйприл ἐπίκαιρος, ἐγκαιρος, πού γίνεται σέ κατάλληλη ὠρα:\своевременныйые меры τά ἐγκαιρα μέτρα. -
14 opportune
adjective (coming at the right time: an opportune remark.) πρόσφορος,επίκαιρος -
15 timely
adjective (coming at the right moment: Your arrival was most timely.) έγκαιρος, επίκαιρος -
16 topical
adjective (of interest at the present time.) επίκαιρος -
17 актуальный
[ακτουάλ"νυϊ] εκ. επίκαιρος -
18 актуальный
[ακτουάλ"νυϊ] εκ. επίκαιρος -
19 актуальный
[ακτουάλ"νυϊ] επ επίκαιρος -
20 актуальный
[ακτουάλ"νυϊ] επ επίκαιρος
См. также в других словарях:
ἐπίκαιρος — in fit time masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκαιρος — η, ο (AM ἐπίκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος («επίκαιρη συζήτηση») 2. (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο σπουδαίος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό («επίκαιρα σημεία») νεοελλ. 1. (για ενέργεια) καίριος,… … Dictionary of Greek
επίκαιρος, -η — ο επίρρ. α 1. που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο: Επίκαιρη συζήτηση. 2. (για τόπους), ο κατάλληλος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό: Τα επίκαιρα σημεία της ορεινής διάβασης. 3. (για ενέργειες), καίριος, αποτελεσματικός: Το χτύπημα ήταν επίκαιρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικαιρότερον — ἐπίκαιρος in fit time adverbial comp ἐπίκαιρος in fit time masc acc comp sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιροτάτων — ἐπίκαιρος in fit time fem gen superl pl ἐπίκαιρος in fit time masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιροτέρων — ἐπίκαιρος in fit time fem gen comp pl ἐπίκαιρος in fit time masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιρότατα — ἐπίκαιρος in fit time adverbial superl ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιρότατον — ἐπίκαιρος in fit time masc acc superl sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαίρως — ἐπίκαιρος in fit time adverbial ἐπίκαιρος in fit time masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκαιρον — ἐπίκαιρος in fit time masc/fem acc sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιροτάταις — ἐπίκαιρος in fit time fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)