Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επίδεσμος

См. также в других словарях:

  • ἐπίδεσμος — upper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίδεσμος — ο (AM ἐπίδεσμος) ταινία αποστειρωμένου ή απολυμασμένου υφάσματος με την οποία δένεται τραύμα, πληγή ή πάσχον μέλος τού σώματος νεοελλ. 1. ένωση δύο ή περισσότερων ναυτικών σχοινιών με ένα λεπτό σχοινί 2. φρ. «γύψινος επίδεσμος» επίδεσμος και… …   Dictionary of Greek

  • επίδεσμος — ο 1. αυτό με το οποίο επιδένουμε κάτι. 2. (ιατρ.), ταινία από απολυμασμένο ύφασμα με την οποία περιβάλλουμε για θεραπευτικούς σκοπούς τραύμα, πληγή ή άρρωστο μέρος του σώματος. 3. (ιατρ.), φρ., «σκληρός επίδεσμος», επίδεσμος με τον οποίο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιδέσμους — ἐπίδεσμος upper masc acc pl ἐπιδεσμεύω bind up imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίδεσμοι — ἐπίδεσμος upper masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • THAIS — meretrix nobilis, patriâ Alexandrina, quae cum Athenas quaestûs gratiâ sese contulisset, Atricae iuventutis florem in sui amorem pellexit. Hanc carminibus suis celebravit Menander, unde et Menandrea dicta est. Propert. l. 2. El. 6. v. 3. Turba… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διάδεσμος — ο (AM διάδεσμος) [διαδέω] νεοελλ. ειδικός επίδεσμος που προστίθεται στον πλατύδεσμο για να τόν κάνει ανθεκτικότερο αρχ. μσν. δεσμός, ταινία για σύνδεση αρχ. επίδεσμος …   Dictionary of Greek

  • επιγονάτιο — Άμφιο των επισκόπων της Βυζαντινής και Αρμενικής Εκκλησίας και μετά τον 12o αι. των αξιωματούχων ιερέων. Αρχικά επρόκειτο για ένα τετράγωνο και αργότερα για ένα ρομβοειδές ύφασμα κοσμημένο με σταυρούς και διάφορες παραστάσεις, που δενόταν με ζώνη …   Dictionary of Greek

  • μίτρα — Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλεπίδεσμος — ο 1. επίδεσμος που τοποθετείται στο κολόβωμα τού ομφαλού τού νεογνού, μέχρι την απόπτωσή του και την επούλωση τού κολοβώματος 2. κηλεπίδεσμος που συγκρατεί στη θέση τους τα κοιλιακά σπλάγχνα τών ατόμων που πάσχουν από ομφαλοκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αντιασφυξιογόνα προσωπίδα — Ατομική συσκευή που προστατεύει τις αναπνευστικές οδούς, το δέρμα του προσώπου και τα μάτια από την επιβλαβή δράση τοξικών ουσιών που περιέχονται στην ατμόσφαιρα. Η παρουσία των ουσιών αυτών μπορεί να οφείλεται σε βιομηχανικές επεξεργασίες, σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»