-
1 обслуживать
-
2 услуга
услуга ж η υπηρεσία, η εξυπηρέτηση; оказать \услугау προσφέρω εξυπηρέτηση, εξυπηρετώ; к вашим \услугаам στη διάθεση σας* * *жη υπηρεσία, η εξυπηρέτησηоказа́ть услу́гу — προσφέρω εξυπηρέτηση, εξυπηρετώ
к ва́шим услу́гам — στη διάθεσή σας
-
3 обслуживаниеить
обслуживание||и́тьсов1. ἐξυπηρετώ, περιποιούμαι:\обслуживаниеитьнвать покупателей ἐξυπηρετώ τους πελάτες·2. (станки и т. п.) δουλεύω, χειρίζομαι, διευθύνω:\обслуживаниеитьивать много станков δουλεύω σέ πολλές μηχανές. -
4 обслуживать
ρ.δ.μ.1. εξυπηρετώ, προσφέρω υπηρεσία•обслуживать покупателей εξυπηρετώ τους αγοραστές (πελάτες)•
-ющий персонал εξυπηρετικό προσωπικό.
2. χειρίζομαι, δουλεύω•одновременно несколько станков δουλεύω ταυτόχρονα κάμποσες εργατομηχανές.
1. εξυπηρετούμαι.2. χειρίζομαι, εξυπηρετούμαι. -
5 удружить
-жу, -жишьρ.σ.1. συμπαραστατώ, συμπαρίσταμαι, συμπαραστέκω• εξυπηρετώ.2. ειρν. εξυπηρετώ από την ανάποδη• υποχρεώνω• δημιουργώ δυσάρεστα. -
6 обслуживать
1. (клиентов, заказчиков и т.п.) εξυπηρετώ 2. (поддерживать в рабочем состоянии) συντηρώ 3. (эксплуатировать) χειρίζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обслуживать
-
7 служить
1. (работать по найму) δουλεύωεξυπηρετώπροσφέρω τις υπηρεσίες (μου)2. (исполнять воинские обязанности) υπηρετώ Заработать, трудиться) δουλεύωεργάζομαι4. (выполнять какое-л назначение) εκτελώ τον προορισμό/σκοπό/στόχο (μου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > служить
-
8 услуга
1. (действие, приносящее помощь, пользу другому) η υπηρεσί/αоказать - у κάνω τη χάρη, εξυπηρετώ2. -й (обслуживание) οι υπηρεσίεςпредлагать - и προτείνω/προσφέρω τις -- связи - επικοινωνίας, τηλεφωνικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > услуга
-
9 ухаживать
1. (обслуживать) εξυπηρετώ 2. (заботиться, оказывать помощь) προσέχωπεριποιούμαι, φροντίζω, κοιτάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ухаживать
-
10 прислуживать
прислу́||живатьнесов ὑπηρετώ, ἐξυπηρετώ. -
11 удружить
удружи||тьсов разг1. κάνω τήν χάρη, ἐξυπηρετώ κάποιον2. ирон. κἀνω μαύρη ἐκδούλευση:ну и \удружитьл ты нам! μας ὑποχρέωσες! -
12 услуга
услу́г||аж1. ἡ ὑπηρεσία, ἡ ἐξυπηρέτηση[-ις], ἡ ἐκδούλευση [-ις]:оказа́ть \услугау κάνω ἐκδούλευση, ἐξυπηρετώ· предлагать свои́ \услугаи προσφέρω τίς ὑπηρεσίες μου· κ вашим \услугаам στή διάθεσή σας· готовый κ \услугаам (в письме) πρόθυμος νά σας ἐξυπηρετήσω·2. \услугаи мн. (обслуживание) ἡ ὑπηρεσία:коммунальные \услугаи τά κοινόχρηστα· бюро́ добрых услу́г γραφείο ἐξυπηρετήσεως. -
13 услуживать
услуживатьнесов, услужить сов ἐξυπηρετώ κάποιον, ὑποχρεώνω. -
14 обслуживать
[απσλσύζυβατ'] ρ. εξυπηρετώ -
15 услуживать
[ουσλούζυβατ"] ρ. εξυπηρετώ κάποιον -
16 обслуживать
[απσλσύζυβατ'] ρ εξυπηρετώ -
17 услуживать
[ουσλούζυβατ"] ρ εξυπηρετώ κάποιον -
18 оказать
-ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оказанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.1. (απλ.) βλέπω. || παλ. δείχνω•оказать мужество δείχνω αντρεία.
2. (με μερικά ουσ. σχηματίζει συνδυασμούς με τη σημ. του ουσ..ως ρήμα)•оказать влияние επιδρώ•
оказать помощь βοηθώ•
оказать доверие εμπιστεύομαι•
оказать предпочтение προτιμώ•
оказать сопротивление αντιστέκομαι•
оказать услугу εξυπηρετώ•
оказать неуважение δείχνω ασέβεια•
оказать уважение σέβομαι, δείχνω σεβασμό•
оказать внимание προσέχω•
оказать радушный прим υποδέχομαι εγκάρδια•
оказать давление πιέζω, ασκώ πίεση•
оказать поддержку υποστηρίζω•
оказать гостеприимство φιλοζενώ•
оказать содействие συμβάλλω.
1. παλ. εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι.2. βρίσκομαι, υπάρχω•никого не -лось дома κανένας δεν υπήρχε στο σπίτι.
|| περιπίπτω, πέφτω•он -лся в незнакомом месте αυτός περιέπεσε σε άγνωστο μέρος•
он -лся в затруднении αυτός περιήλθε σε δυσχερή θέση•
оказать в опасности βρίσκομαι σε κίνδυνο•
оказать без работы μένω χωρίς δουλειά.
3. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι. || δείχνομαι, φαίνομαι. || απρόσ. γίνεται γνωστό, σαφές, φανερό, φαίνεται. -
19 послужить
ρ.σ.1. εξυπηρετώ.2. χρησιμεύω.:3. υπηρετώ. -
20 прислуживать
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξυπηρετώ — εξυπηρετώ, εξυπηρέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξυπηρετώ — (AM ἐξυπηρετῶ, έω) προσφέρω πρόθυμα και αποτελεσματικά τις υπηρεσίες μου, βοηθώ («εἴ τι χρή, πάτερ, πράσσειν, κλύοντες ἐξυπηρετήσομεν», Σοφ.) μσν. στέκομαι δίπλα, είμαι έτοιμος να προσφέρω τις υπηρεσίες μου … Dictionary of Greek
εξυπηρετώ — εξυπηρέτησα, εξυπηρετήθηκα, εξυπηρετημένος, μτβ., προσφέρω σε κάποιον εξυπηρέτηση, τον διευκολύνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλεξυπηρετούμαι — ( έομαι) και αλληλο εξυπηρετώ κάποιον και συγχρόνως εξυπηρετούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + εξυπηρετώ ( ούμαι)] … Dictionary of Greek
αλληλοεξυπηρετούμαι — ( έομαι) βλ. αλληλεξυπηρετούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + εξυπηρετώ ( ούμαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοεξυπηρέτηση] … Dictionary of Greek
αντιδουλεύω — ἀντιδουλεύω (Α) εξυπηρετώ, φροντίζω κι εγώ … Dictionary of Greek
διακονώ — (AM διακονῶ, έω Α και ιων. τ. διηκονέω) 1. υπηρετώ, περιποιούμαι κάποιον 2. είμαι διάκονος στην εκκλησία 3. παρέχω βοήθεια, ελεώ μσν. νεοελλ. διακονεύω, ζητιανεύω αρχ. μσν. 1. προσφέρω πρόθυμα τις υπηρεσίες μου σε κάποιον 2. διακονοῡμαι εξυπηρετώ … Dictionary of Greek
δουλεύω — (AM δουλεύω) [δούλος] 1. είμαι δούλος, υπηρέτης 2. είμαι υπόδουλος, υποταγμένος 3. εργάζομαι σωματικά ή πνευματικά για να κερδίσω τα αναγκαία για τη ζωή 4. προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ («την πατρίδα σου να δουλέψης», Ψυχάρης) μσν. νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
εκτελώ — ( έω) (AM ἐκτελῶ) 1. φέρω εντελώς εις πέρας, κατορθώνω, πραγματοποιώ(«ἐκτελέσας μέγα ἔργον», Οδ. γ) 2. παίζω, αποδίδω μουσικό κομμάτι νεοελλ. 1. θανατώνω κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο 2. (για φόνο) σκοτώνω εν ψυχρώ 3. «εκτελώ χρέη ή καθήκοντα»… … Dictionary of Greek
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek