Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εξοχικό

См. также в других словарях:

  • Εξοχικό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της Μεσσηνιακής χερσονήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Παλαιότερα ονομαζόταν Βάλτουκα. 2.… …   Dictionary of Greek

  • εξοχικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται στην εξοχή («εξοχικό σπίτι») 2. αυτός που γίνεται στην εξοχή («εξοχικό γλέντι») 3. το ουδ. ως ουσ. το εξοχικό α) σπίτι στην εξοχή (συνήθως δεύτερη κατοικία) β) φαγητό ή ποικιλία φαγητού που συνηθίζεται σε εστιατόρια… …   Dictionary of Greek

  • Kapodistrias Museum — The Kapodistrias Museum or Kapodistrias Museum ndash;Centre of Kapodistrian Studies ( el. Μουσείο Καποδίστρια ndash;Κέντρο Καποδιστριακών Μελετών) is a museum dedicated to the memory and life s work of Ioannis Kapodistrias. It is located in the… …   Wikipedia

  • βελούχι — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγρινίου. II Το όρος Τυμφρηστός (βλ. λ.). * * * το 1. πηγή με άφθονο νερό 2. εξοχικό καφενείο ή αναψυκτήριο κοντά σε …   Dictionary of Greek

  • βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα …   Dictionary of Greek

  • εποίκιον — ἐποίκιον, τὸ (Α) 1. αγροικία, εξοχικό σπίτι 2. αγροτικός οικισμός, χωριό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίκος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ένοικος ενοίκιον)] …   Dictionary of Greek

  • κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καζίνο — το 1. χαρτοπαιχτική λέσχη, κυρίως σε μεγάλο εξοχικό κέντρο αναψυχής 2. κέντρο συγκεντρώσεων και διασκεδάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. casino, υποκορ. τής λ. casa «σπίτι»] …   Dictionary of Greek

  • καλύβα — Μικρό μονώροφο αγροτικό σπίτι που αποτελείται από ένα δωμάτιο, σκεπασμένο συνήθως από χόρτα και κλαδιά. Κ. λέγονται και τα πρόχειρα, κατασκευασμένα με κλαδιά και σανίδες ή καλάμια εξοχικά παραπήγματα. Στο Άγιον Όρος κ. ονομάζεται κάθε μικρή… …   Dictionary of Greek

  • κατασκήνωση — η (AM κατασκήνωσις [κατασκηνώ (III)] 1. το να έχει κάποιος κατασκηνώσει κάπου, η εγκατάσταση σε σκηνή 2. τόπος όπου τοποθετούνται σκηνές νεοελλ. φρ. «παιδικές κατασκηνώσεις» και «μαθητικές κατασκηνώσεις» εγκαταστάσεις σε εξοχικό χώρο, όπου… …   Dictionary of Greek

  • παραθερίζω — ΝΑ νεοελλ. περνώ το θέρος ή μέρος τού θέρους σε κάποιον τόπο, ιδίως εξοχικό αρχ. αποκόπτω καθώς διαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θερίζω. Ο τ. με τη σημ. «ξεκαλοκαιριάζω» < παρ(α) * + θέρος και μαρτυρείται από το 1887 σε Έγγραφον δικαστικόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»