-
1 yazlık
εξοχικό σπίτι, εξοχή -
2 дача
дача ж το εξοχικό σπίτι, η βίλα жить на \дачае μένω στην εξοχή, παραθερίζω* * *жτο εξοχικό σπίτι, η βίλαжить на да́че — μένω στην εξοχή, παραθερίζω
-
3 дача
да́ч||а Iж τό ἐξοχικό σπίτι, ἡ ἐπαυ-λη [-ις], ἡ βίλλα:жить на \дачае ζῶ στήν ἐξοχή· снимать \дачау νοικιάζω ἐξοχικό σπίτι.дача IIж (действие):\дача показаний юр. ἡ κατάθεση [-ις] μαρτυρίας· \дача корма скоту τό τάϊσμα (ζώων). -
4 εξοχικός
-
5 дача
I.(загородный дом) το εξοχικό (σπίτι)II.(количество вещества, задаваемого в любую систему) η μερίδα, η δόσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дача
-
6 снимать
1. (доставать, брать) παίρνω, πιάνω- книгу с полки παίρνω/βγάζω το βιβλίο από το ράφι2. (убирать, удалять) παίρνω, αφαιρώ, βγάζω 3. (отделять, освобождать) αφαιρώ, βγάζω, ελευθερώνω 4. (разбирать, демонтировать) εξαρμόζω, αφαιρώ 5. (удалять, освобождать) βγάζω 6. (уничтожать, упразднять) βγάζω, σταματώ, αιρώ 7. (собирать, убирать) μαζεύω 8. (отстранять от занимаемой должности) απολύω 9. (отменять, объявлять недействительным) ακυρώνω, βγάζω Ю.(фотографировать) βγάζω (φωτογραφία) 11. (напр. кинофильм) γυρίζω (την ταινία) 12. (брать внаем) (εν)οικιάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > снимать
-
7 загородный
загородныйприл ἐξοχικός:\загородный дом Ιϋπαυλη, τό ἐξοχικό σπίτι· \загородный ая прогу́лка ὁ περίπατος στήν ἐξοχή, ἡ ἐκδρομη. -
8 κέντρο(ν)
τό1) е разн. знач центр;τό κέντρο(ν) της πόλης — центр города;
τό κέντρο(ν) της γης — центр земли;
κέντρο(ν) πολιτισμού — или πνευματικό κέντρο(ν) — культурный центр;
βιομηχανικό κέντρο(ν) — промышленный центр;
τό συντονιστικό υπολογιστικό κέντρο(ν) — координационно-вычислительный центр;
τα νευρικά κέντρα — нервные центры;
τό κέντρο(ν) (τού) βάρους ( — или μάζης) — центр тяжести;
στο κέντρο(ν) — посредине, в центре;
2) увеселительное заведение;εξοχικό κέντρο(ν) — летний (загородный) ресторан или кафе (с музыкой);
3) узел; пункт;τηλεφονικό κέντρο(ν) — телефонный узел; — центральная телефонная станция;
κέντρο(ν) διαβιβάσεων — узел связи;
τό κέντρο(ν) αμύνης — узел обороны
-
9 κέντρο(ν)
τό1) е разн. знач центр;τό κέντρο(ν) της πόλης — центр города;
τό κέντρο(ν) της γης — центр земли;
κέντρο(ν) πολιτισμού — или πνευματικό κέντρο(ν) — культурный центр;
βιομηχανικό κέντρο(ν) — промышленный центр;
τό συντονιστικό υπολογιστικό κέντρο(ν) — координационно-вычислительный центр;
τα νευρικά κέντρα — нервные центры;
τό κέντρο(ν) (τού) βάρους ( — или μάζης) — центр тяжести;
στο κέντρο(ν) — посредине, в центре;
2) увеселительное заведение;εξοχικό κέντρο(ν) — летний (загородный) ресторан или кафе (с музыкой);
3) узел; пункт;τηλεφονικό κέντρο(ν) — телефонный узел; — центральная телефонная станция;
κέντρο(ν) διαβιβάσεων — узел связи;
τό κέντρο(ν) αμύνης — узел обороны
-
10 cottage
['koti‹]noun (a small house, especially in the country or in a village: a holiday cottage in Devon.) χωριατόσπιτο/ εξοχικό σπίτι -
11 дача
[ντάτσα] ουα θ. εξοχικό σπίτι -
12 дача
[ντάτσα] ουα θ. εξοχικό σπίτι -
13 дом
-а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.1. σπίτι, οικία•каменный дом πέτρινο σπίτι•
деревянный дом ζυλόσπιτο•
жилой дом κατοικία•
в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•
многоквартирный дом πολυκατοικία•
загородной -εξοχικό σπίτι.
2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.
3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•
в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•
богатый дом πλούσιο σπίτι•
хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.
4. δυναστεία, οίκος•дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.
5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•дом культуры σπίτι πολιτισμού•
дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•
детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•
дом пионеров σπίτι των πιονέρων•
родильный μαιευτήριο•
βλ. ανωτ. детский дом.6. κατάστημα•банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•
торговый дом εμπορικός οίκος•
исправительный дом σωφρονιστήριο•
игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•
питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.
εκφρ.на дом – στο σπίτι•брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•на –у – στο σπίτι, οίκοι•работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον. -
14 загородный
επ.εξοχικός•загородный дом εξοχικό σπίτι, έπαυλη, βίλλα.
См. также в других словарях:
Εξοχικό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της Μεσσηνιακής χερσονήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Παλαιότερα ονομαζόταν Βάλτουκα. 2.… … Dictionary of Greek
εξοχικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται στην εξοχή («εξοχικό σπίτι») 2. αυτός που γίνεται στην εξοχή («εξοχικό γλέντι») 3. το ουδ. ως ουσ. το εξοχικό α) σπίτι στην εξοχή (συνήθως δεύτερη κατοικία) β) φαγητό ή ποικιλία φαγητού που συνηθίζεται σε εστιατόρια… … Dictionary of Greek
Kapodistrias Museum — The Kapodistrias Museum or Kapodistrias Museum ndash;Centre of Kapodistrian Studies ( el. Μουσείο Καποδίστρια ndash;Κέντρο Καποδιστριακών Μελετών) is a museum dedicated to the memory and life s work of Ioannis Kapodistrias. It is located in the… … Wikipedia
βελούχι — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγρινίου. II Το όρος Τυμφρηστός (βλ. λ.). * * * το 1. πηγή με άφθονο νερό 2. εξοχικό καφενείο ή αναψυκτήριο κοντά σε … Dictionary of Greek
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek
εποίκιον — ἐποίκιον, τὸ (Α) 1. αγροικία, εξοχικό σπίτι 2. αγροτικός οικισμός, χωριό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίκος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ένοικος ενοίκιον)] … Dictionary of Greek
κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… … Dictionary of Greek
καζίνο — το 1. χαρτοπαιχτική λέσχη, κυρίως σε μεγάλο εξοχικό κέντρο αναψυχής 2. κέντρο συγκεντρώσεων και διασκεδάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. casino, υποκορ. τής λ. casa «σπίτι»] … Dictionary of Greek
καλύβα — Μικρό μονώροφο αγροτικό σπίτι που αποτελείται από ένα δωμάτιο, σκεπασμένο συνήθως από χόρτα και κλαδιά. Κ. λέγονται και τα πρόχειρα, κατασκευασμένα με κλαδιά και σανίδες ή καλάμια εξοχικά παραπήγματα. Στο Άγιον Όρος κ. ονομάζεται κάθε μικρή… … Dictionary of Greek
κατασκήνωση — η (AM κατασκήνωσις [κατασκηνώ (III)] 1. το να έχει κάποιος κατασκηνώσει κάπου, η εγκατάσταση σε σκηνή 2. τόπος όπου τοποθετούνται σκηνές νεοελλ. φρ. «παιδικές κατασκηνώσεις» και «μαθητικές κατασκηνώσεις» εγκαταστάσεις σε εξοχικό χώρο, όπου… … Dictionary of Greek
παραθερίζω — ΝΑ νεοελλ. περνώ το θέρος ή μέρος τού θέρους σε κάποιον τόπο, ιδίως εξοχικό αρχ. αποκόπτω καθώς διαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θερίζω. Ο τ. με τη σημ. «ξεκαλοκαιριάζω» < παρ(α) * + θέρος και μαρτυρείται από το 1887 σε Έγγραφον δικαστικόν… … Dictionary of Greek